United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το στερνό βραβείο ο γιος το πήρε του Νεστόρου, 785 και μες στη μέση του στρατού χαμογελώντας είπε «Πράμα, ορέ αδέρφια, θα σας πω γνωστό σας· πως ακόμα και τώρα τους παλαιϊκούς όλοι οι θεοί τιμούνε.

Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ομπρός! τον άξιο σύντροφο να σώσουμε απ' τους χτύπους!» Μ' αφτά τα λόγια προθυμιά τους έβαλε και θάρρος. 470 Τότε ασκήμα κι' ο Σαρπηδός τον Έχτορα μαλώνει «Έχτορα, πού 'ναιδε μου λες; — η τόλμη πούχες πρώτα; Λες ίσως πως χωρίς βοηθούς κι΄ασκέρι θα βαστάξεις το κάστρο, με τ' αδέρφια σου και τους γαμπρούς μονάχα.

Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.

Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια, εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά; επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.

Τώρα έγινε ο Σβεν σωστό αγόρι, είπε ο μπαμπάς. Και με το πιστοποιητικό αυτό του αρρενωπού του έτρεξε ο Σβεν να τονέ δούνε τα μεγάλα αδέρφια και να τον τονέ θαυμάση η Μάρθα. Το καλοκαίρι, που άρχισε σε μια τόσο γελαστή τοποθεσία, έπρεπε να συνεχιστή στα δυτικά ακρογιάλια κι ο λόγος είτανε πως με τραβούσε κει μια επιθυμία δυνατότερη παρότι μπορώ να την περιγράψω.

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.

Από τ' ακούραστο κυνήγι του Χάρου, απόμειναν τρία αδέρφια. Ο μικρότερος υπηρετούσε τόρα, ως καθυστερούμενος στο στρατό από το καλαικαίρι που μας πέρασε, ο δεύτερος, αχ! ο δεύτερος που να μην έσωνε κι αυτός, εκεί που βρέθηκε, 'ρίχτηκε στα πολιτικά και τους συνεπήρε κι αυτούς μαζί του.

Αδελφοί και πατέρες, ήρχισε με ύφος σχεδόν καλογηρικόν, πρέπει να ξέρουμε πως όλοι 'μείς είμαστε σα μια οικογένεια αγαπημένη, από πατέρα κι' από μάννα, όλοι αδέρφια είμαστε. Πατέρας μας είνε ο Θεός, μάνα μας είν' η γης.

Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρωτα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.