Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Η αρρεβωνιστική του η Αννέζα είχε και αυτή μεγάλο πείσμα και πολλές φορές τον εξέβρισε, χωρατά κι' αλήθεια, ονομάζοντάς τονε άστατο ανεμόμυλο, ενώ εκείνος εγελούσε, λέγοντάς της να μένη ήσυχη. Ως τόσο εγίνηκε γνωστό πως εις του γέρω Μαρούπα το χωριό, θα είνε χοιροσφάγια, το βράδυ της Κεριακής που ερχότανε.

Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Ο υπηρέτης κοιμήθηκε ντυμένος για να είναι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ο κύριός του τού είχε πη πως τα ταχυδρομικά άλογα θα είναι προς στο σπίτι πριν των έξ. Μετά τις ένδεκα. «Το παν είναι τόσο σιωπηλό γύρω μου, και η ψυχή μου τόσο ήσυχη! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, που δίνεις σ' αυτές τις τελευταίες μου στιγμές τόση θερμότητα και δύναμη.

Περιττόν είνε να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγεινε καλά. Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είνε φρόνιμη, ήσυχη, νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά.

Μη με παρακαλής να σ' αφήσω. Δεν μπορεί να σ' αφήσω. Φέβγει εκείνος και μ' αφίνει, και μας αφίνει, και μου το γράφει ο ίδιος. Τι άλλο θέλεις; Έτσι όλα πάλε καλά, σιάζουνται όλα και μνήσκουμε ήσυχοι οι δυο μας. Διές τι ήσυχη που είμαι. Πέρασε τώρα. Μην το συλλογιέσαι. Μιλώ μαζί σου, σα να μιλούσα μοναχή μου. Είχα λίγη ζάλη· μα δεν είναι τίποτις. Πάλμο, μη φοβάσαι.

Αφού του τώπαν και του το ξανάπαν πως δεν τον ήθελαν, έπρεπε να ντραπή και ν' αφήση ήσυχη την θυγατέρα της, εκτός αν είχε του χοίρου την αδιαντροπιά και την αναισθησία. Όταν όμως αντίκρυσε τον Μανώλην η οργή της κατέπεσεν. Ούτω συνέβαινε πάντοτε. Δεν ηδύνατο να θυμώση με αυτόν τον άνθρωπον.

Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτειάξη τέτοια βαρκούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τόνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνης.

Πώς τα άρπαξα όλ' αυτά! — Αχ! δεν σκεπτόμουνα πως αυτός ο δρόμος θα με έφερνε εδώ! — Έσω ήσυχη σε παρακαλώ, έσω ήσυχη! »Είναι γεμάτα. — Κτυπάει δώδεκα! Ας γείνη λοιπόν! — Καρολίνα! Χαίρε! χαίρεΈνας γείτονας είδε την λάμψη της μπαρούτης και άκουσε τον κρότον επειδή όμως ήτανε ησυχία δεν έδωκε περισσότερη σημασία. Το πρωί κατά τας έξ εμπήκε ο υπηρέτης με το φως.

Όταν αποκοιμηθήκαμε, ακούγαμε ακόμα το θόρυβο του ανέμου και των κυμάτων κι όταν έπαψε η ταραχή, μας ξύπνησε η γαλήνη. Εμπρός από τα παράθυρα μας απλωνόταν η θάλασσα ήσυχη και μεγάλη. Την ανάμνηση αυτή την είχα σημειώσει από χρόνια.

Η γριά την κοίταζε και μέσα στα γυάλινα μάτια της η μοχθηρία έλαμπε όπως το νεανικό της κολιέ γύρω από τον σκελετωμένο της λαιμό. «Λοιπό, τι λέτε ντόνα Νοέμι; Να φύγω ήσυχη κάπως; Θα με βοηθήσετε, έτσι δεν είναι;» «Πηγαίνετε», είπε η Νοέμι με ύφος αλλαγμένο, αλλά η γριά δεν έφευγε γιατί το είχε ρίξει ταπεινά σε ευχαριστίες. «Το φτωχικό μας ήταν πάντα πλάι στο σπίτι σας, όπως η δούλα πλάι στην κυρά.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν