Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου. Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.
— Είδες της μάγισσαις! Καλά εγώ το υπώπτευσα. Το παιδί μου, το καλό παιδί μου εκείνο, ο Μοναχάκης μου, οπού ήτανε σαν κορίτσι να καταντήση σε τέτοιο κατάντιο! . . . Εβρυχήθη ωσάν λέων που του τράβηξαν την χαίτη μέσα εις το κλουβί. Και εγώ ήθελα να της τον δώσω γαμβρόν της μιας κόρης της.
«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.
ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε και συ, ο άναξ των Θεσσαλών, ω Άδμητε. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ήθελα να χαίρω. Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα μαλλιά σου κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει; ΑΔΜΗΤΟΣ Κάποιον νεκρόν θα θάψωμε σήμερα. ΗΡΑΚΛΗΣ Από τα παιδιά σου Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώση ο θεός. ΑΔΜΗΤΟΣ Εκείνα μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο γέρος ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους;
Ποσάκις την επεσκέφθην μικρός, ποσάκις ενταύθα μ' εκάθησεν επί των γονάτων του ο γέρων Γιάννης και εχόρτασε με τα εκλεκτότερα του κήπου προϊόντα την παιδικήν όρεξίν μου ! Το δωμάτιον ήτο σκοτεινόν, αλλ' ήκουα την ηχηράν αναπνοήν του κοιμωμένου γέροντος. Επλησίασα προς αυτόν ακροποδητί. Εφοβούμην μη εξυπνήση πριν με αναγνωρίση και ήθελα να προλάβω τον τρόμον του.
Κέπειτα μούπε: — Γιάειντα, παιδί μου, ήρθες; Για να με 'βρούνε κιάλλα βάσανα; Δε φτάνουν τα όσα 'χω συρμένα κιόσα σύρνω; — Ήμαθα πως είσ' αρρωσταρά. Ήθελες να μην ερθώ; Δίστασε ναποκριθή· έπειτα έβαλε προσπάθεια για να πη: — Δεν ήθελα... δεν έκανε ναρθής. Της έκοψε τη φωνή ο βήχας. Έπειτα είπε: — Ντα μπορώ 'γώ να θέλω ό,τι πεθυμώ;...Μα καλά ήκαμες, Γιωργή μου, κήρθες.
Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.
Η κρίση, που ξύπνησε αμέσως τότε όταν είτανε γι' αυτή, κοιμάται τώρα που είναι για με το ζήτημα, θέλω να πολεμήσω με το θάνατο για να βαστάξω την ευτυχία της και τη δική μου, έτσι όπως ανθούσε μια φορά, όχι τότε που μας χαμογελούσε η ζωή, μα τουλάχιστο τότε που δοκιμάσαμε την τιμωρία της κι ωστόσο νομίζαμε πως μπορούσε να μας χαμογελάση. Ήθελα να κάμω το καθετί για να την ξανακερδίσω.
Σε λοιπόν, και αν μέτρια έλεγες καλά και αληθινά πράγματα, Πιττακέ, δεν ήθελά ποτε σέ κατακρίνη. Τώρα όμως, επειδή, εν ώ ψεύδεσαι δυνατά εις τα σπουδαιότερα πράγματα, νομίζεις ότι λέγεις την αλήθειαν, δι' αυτό εγώ σε κατακρίνω». — Αυτά μου φαίνεται, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπον εγώ, είχε προ οφθαλμών ο Σιμωνίδης και έκαμεν αυτό το ποίημα. Και ο Ιππίας είπε·
Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς· — Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν