Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


ΚΥΝΙΣΚΟΣ. Εγώ, ω Ζευ, δεν θα σ' ενοχλήσω να σου ζητώ πλούτον και χρυσόν ή να με κάμης βασιλέα, τα οποία συνήθως επιθυμούν και ζητούν παρά σού οι άλλοι και εις εσέ δεν είνε πολύ εύκολον να τα δώσης• διότι βλέπω ότι ως επί το πλείστον παρακούεις εις τας ευχάς των. Μίαν μόνην χάριν και αυτήν ευκολωτάτην θα ήθελα να μου κάμης.

Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο.

Όταν είμουνα στην ακμή της ευτυχίας μου και ζούσα για σε και για τα παιδιά και για καθετίς που είταν ωραίο, και τότε το ήξερα πάντα πως θαρθή μια μέρα, που έπρεπε να τα χωριστώ όλα και πως τίποτε δε θα μπορούσε να μ' εμποδίση σ' αυτό. Ήξερα πως θα το ήθελα και δε θα το ήθελα, θα το πιθυμούσα και δε θα το πιθυμούσα κι όμως θα πήγαινα στο σκότος, όπου ανήκω.

Ο ήχος επεταχύνετο, επέμενε και επεταχύνετο επί μάλλον και μάλλον. Ωμίλησα με ένα ύφος περισσότερον ελεύθερον διά ν' απαλλαγώ από αυτό το βάσανο. Αλλ' η ταραχή εξηκολούθει, και επεβάλλετο κυριολεκτικώς εις όλας τας δυνάμεις μου, αν και ήθελα να πείσω τον εαυτόν μου ότι ο θόρυβος δεν υπήρχεν εις τα αυτιά μου. Είμαι βέβαιος ότι έγεινα τότε πολύ ωχρός. Έγεινα ευγλωττότερος και εσήκωσα την φωνήν μου.

Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτασκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.

Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.

Όχι, δόξα τω θεώ. Αύτη μάλιστα επενταπλασιάσθη, αφού μου την πληρώνουν εδώ το πενταπλάσιον των όσα μ' εδίδατε εις τας Αθήνας. Ήθελα μόνον να είπω ότι δεν είνε εύκολον πράγμα να εισέλθη κανείς εις το θέατρον όπου παριστάνω. — Τόσο γεμάτο είνε πάντοτε; — Εξ εναντίας σχεδόν άδειον. Ο κ.

Αυτό με συνέφερε, ανάλαβα τις αισθήσεις μου, πάλαιψα, δάγκασα, γρατσούνισα, ήθελα να βγάλω τα μάτια αυτού του χοντροβούργαρου, μη ξέροντας, πως ό,τι συνέβαινε μέσα στον πύργο του πατέρα ήταν ένα πράγμα συνειθισμένο. Ο αγριάθρωπος μούδωσε μια μαχαιριά στο αριστερό μέρος της κοιλιάς, που έχω ακόμη το σημάδι. — Αλλοίμονο! Ελπίζω να το ιδώ, είπεν ο απλοϊκός Αγαθούλης,

Δεν ήθελα να με ιδούν, καϋμένε· το ξέρω πως δεν είνε κακοί· μα τους φοβούμαι. Πού μπορώ, η φτωχή, να ζήσω κάτω από τα ματογυάλια τους!.. Δεν πρόφτασε να τελειώση τη φράση της κ' έβγαλε ένα «α!» τρομασμένο. Σύνωρα βούλιαζε πίσω από τη μάντρα το κεφαλάκι μ' ένα γέλοιο σκαστό και συγκρατητό, σαν φτεροκόπημα μικρού πουλιού.

Μα καθώς στεκόμαστε βυθισμένοι στους στοχασμούς μας και κοιτάζαμε το φως του φεγγαριού να σβήνη στη σκοτεινιά του δάσους, η γυναίκα μου είπε: — Δε θέλω να την αφήσω εδώ. Ήθελα να την πάρω μαζί μου. Την έβγαλε προσεχτικά και την κάρφωσε στο φόρεμά της. — Μπορεί να μην ξαναγυρίσω εδώ και δε θέλω να τη βρης εσύ κατόπι.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν