Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Σεπτεμβρίου 2025
Δεν θα θανατώσω δε τα τέκνα μου εγώ, διά να δώσω εις σε την άδικον ευχαρίστησιν να εκδικήσης την αρπαγήν μιας αθλίας συζύγου, ενώ εμέ θα κατασπαράττωσι νυχθημερόν ο πόνος και τα δάκρυα, ότι έχυσα το αίμα της προσφιλούς μου θυγατρός ως κακούργος. Σοι ωμίλησα συντόμως και σαφώς, θα πράξω δε το πρέπον ως προς τ’αφορώντα εις εμέ, εάν δεν θελήσης να συνετισθής.
Έχυσα απάνω τους δάκρυα ευτυχίας κ' ευγνωμοσύνης». Σύμφωνα με την αλλαγήν αυτή αφήκε το στρατό με την τραχεία ζωή του στρατώνα και τις χοντρές φλυαρίες του συσσιτίου και γύρισε ξανά στο Linden House γεμάτος με τον νεογέννητον αυτόν ενθουσιασμό για μόρφωση. Μια σοβαρή αρρώστεια, στην οποία, για να μεταχειριστούμε τα δικά του λόγια, «συντρίφτηκε σαν πήλινο κανάτι», τον εγονάτισε για κάμποσον καιρό.
Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.
Ενθυμήθην τον πατέρα μου και τον έρημον εις Σπέτσας τάφον του, ενθυμήθην την μητέρα και τας αδελφάς μου περιμενούσας εις Τήνον την επιστροφήν μου, και ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. Εφοβούμην τους Τούρκους! Καθώς μ' εφυλάκισαν ανεξετάστως ως κατάσκοπον, ηδύναντο επίσης και να με καταδικάσωσι.
Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. — Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. — Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες.
Τι φταίω εγώ, για ό,τι έγεινεν; η μητέρα σου ηύρε τον πλούσιο γαμπρό, η μητέρα σου με παρακίνησεν, μ' εβίασε, μ' εφοβέρισε. Ω! αν ήξερες πόσο επολέμησα, πόσο αντιστάθηκα, πόσα δάκρυα έχυσα. Αλλά τι νάκανα. Όλοι οι δικοί μου με είχαν πολιορκήσει. Κατήντησε κι εις τον Ανδρέα να καταφύγω, να του 'πω πως δεν τον αγαπώ, για να σωθώ. Και ξέρεις τι μου είπεν: Εγώ σ' αγαπώ. Σ' εμένα αρέσεις.
Εν τούτοις το πνεύμα μου ενέμενεν εις στιγμάς αλλοφροσύνης να μη εννοή τι συνέβαινεν. Αλλά τέλος η αλήθεια επεβλήθη, εβίασε την είσοδον του λογικού μου και το εφώτισεν. Ω! Οτιδήποτε άλλο, μα όχι αυτό! Όχι τέτοιο βασανιστήριον! Όχι τέτοιος θάνατος! Εκπέμπων αγρίας ωρυγάς απεσύρθην από το χείλος του φρέατος και κρύπτων το πρόσωπον εις τα δύο χέρια μου έχυσα πικρά δάκρυα.
Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40 'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν 'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50
Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν και πάλιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν