Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Φίλε, φώναξέ με, το ξέρεις πώς θάρθω! — Φίλη, ο Θεός να σε ανταμείψη! Όταν πέρασε το κατώφλι, οι σπιούνοι, ερρίχτηκαν απάνω του. Ο τρελλός έσκασε τα γέλοια, στριφογύρισε το ρόπαλό του και είπε: «Με διώχνετε, ωραίοι άρχοντες.

Ξεύρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε δυοτρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν' αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί.

Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

ΒΕΡΑΑλλ' ας αλλάξουμε κουβέντα. ΜΙΣΤΡΑΣΈσκασε το Φεγγάρι. Κυττάξτε τι ωραία πού φωτίζεται το βουνό. Capo d' opera! ΒΕΡΑΜαγεία, μαγεία . . . Σα συνωμόται στο σκοτάδι. Τι βλέπετ' εκεί; ΜΙΣΤΡΑΣΚάνομε υποδοχή στο φεγγάρι. ΒΕΡΑΜόνος σας, κύριε Φλέρη. Δεν μας φέρατε τη μικρούλα. ΦΛΕΡΗΣΑφίστε με, δεσποινίς, με τη μικρούλα μου. Είναι ένα πλάσμα ανυπόφορο. Δεν ξέρω ποιανού έμοιασε.

Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη του πόντου. Σωστός κλύδωνας. — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!

Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους στεναγμούς της σκούνας μας.

Και πρώτος τρώει το Βιφιτιό, λεβέντη γιο του Οτρύντα, τρανά αρχηγό, που μια ξωθιά τον γέννησε στο πλούσιο χωριό της Ύδας, στα ριζά του χιονισμένου Τμώλου· 385 αφτόν, εκεί ίσα πούτρεχε, στης κεφαλής τη μέση τον κρούει με τ' όπλο, π' άνοιξε σε διο κομάτια η κάρα. Κι' έσκασε χάμου, κι' ο λαμπρός παινέφτηκε Αχιλέας «Ψόφα του Οτρύντα γιε, κορμί πιο φαντασμένο απ' όλους!

Έβγαινε ο Άρειος από το Παλάτι χαρά χαρούμενος και καμαρώνοντας που είχε πια τη Βασιλική προστασία. Της Πρόνοιας όμως την προστασία δε φαίνεται να την είχε. Εκεί που διάβαινε από τους δρόμους της Πρωτεύουσας με μεγάλη παράταξη, τούρχεται φυσική ανάγκη και μπαίνει σε κατάλληλο μέρος. Κι όντας εκεί έσκασε κι απόμεινε ξερός. Φώναξε τότες ο όχλος πως είταν η θεία δίκη.

Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή. . . τόρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα. . . — Πάντα έξω πες. . . διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κ' εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν εγώ φοβάμαι μη την πάθη, 'σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κ' έσκασε νηστικό.

Για να ζήσει όμως κανείς σ’ εκείνα τα μέρη του χρειάζονται πολλά χρήματα. Εκεί υπάρχουν άρχοντες που έχουν κτήματα όση είναι η Σαρδηνία και κάποιοι δίνουν μεγαλύτερες ελεημοσύνες και από τον βασιλιά.» Ο ντον Πρέντου έσκασε στα γέλια. Ένα σιωπηλό γέλιο, άγριο. «Α, μάλιστα!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν