Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Αυτάς τας αληθείας πρέπει, παιδί μου, να κατανοής, και να μάθης ότι η φιλία του εραστού δεν προέρχεται από ευεργετικήν στοργήν, αλλ' ότι γεννάται ως όρεξις φαγητού χάριν κορεσμού, καθώς οι λύκοι το αρνάκι αγαπούν, έτσι κ' οι ερασταί αγαπούν το παιδί . Τούτο είν' εκείνο πού σου έλεγα, Φαίδρε, ότι δεν θ' ακούσης τίποτε περισσότερον από εμέ, αλλ' ο λόγος μου ας τελειώση για σένα πλέον.
Όμως τι μούλεγε και τι της έλεγα, δε σας το μολογώ. Μπορεί να το φαντάζεστε. Καβαλίκεψα κ' εγώ. Κάποιος λέει πως πλάγιασε σε κοριτσιού κρεββάτι και δεν τον άφηκαν να κλείση μάτι όλη τη νύχτα οι ψύλλοι. Εμένα, καθισμένον στην καβάλα της δασκάλας, δε μ' έφαγαν ούτε ψύλλοι ούτε κορέοι. Δεν έμεινα όμως κι ανέβλαβος ολότελα.
Θα ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα πολεμήσω. Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον κοσμοπολιτισμό σ' όλους τους ανθρώπους. Ο κ.
Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα· Άμα φτάσω, έλεγα, είχα δεν είχα παράδες θα την έπαιρνα. Θα εχρέωνα το παλιόσπιτο! Ευγνωμοσύνη άμετρη αισθανόμουν για τη σωτηρία μου κ' έλεγα τον εαυτό μου χρεοφελέτη και ήθελα να την βαρυπληρώσω. Έστειλα γράμμα της θείας της από την Πόλη και της έλεγα να ετοιμασθούν για τον γάμο και πλακώνω.
Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!
— Έτσι; — Βέβαια. — Πώς τούτο; — Διότι αυτό λέγουν. — Ποίοι το λέγουν; — Ο κόσμος. — Ε, και θα επίστευα εγώ τούτο. — Ίσως. — Αλλά τότε δεν θα είχα ανάγκην να ψάξω. — Πώς; — Διά να βεβαιωθώ με τα μάτια μου. — Έσωνε να παραδεχθώ τι λέγει ο κόσμος. — Και ύστερα; — Και δεν θα εζητούσα πληροφορίας. — Λέγεις; — Ούτε σε θα ερωτούσα. — Όχι δα. — Ούτε θα έλεγα τίποτε. — Μη δα.
Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου. Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.
— Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς.
— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!
Δηλαδή και εγώ έλεγα, αν ενθυμήσαι πότε είπαμεν αυτόν τον λόγον, ότι η ηδονή της οράσεως και της ακοής δεν είναι ωραίαι από εκείνην την ιδιότητα την οποίαν έχει η καθεμία από αυτάς χωριστά, όχι όμως και αι δύο μαζί, ή την έχουν και αι δύο, όχι όμως και η καθεμία χωριστά, αλλά από την ιδιότητα την οποίαν έχουν και μαζί αι δύο και χωριστά η καθεμία, διότι εδέχεσο ότι και αι δύο αυταί μαζί είναι ωραίαι και η καθεμία χωριστά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν