Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Πραγματικώς εγώ καλαναρχούσα καλλίτερα από τον Χρόνην, έλεγα τον Απόστολον καλλίτερα, και εδιάβαζα το Ψαλτήρι καλλίτερα από όλα τα παιδιά, και από τον παπα-Γιάννη ακόμα. Αλλά στο «η προαίρεσις δίδου», μου εφαίνετο πώς δεν θα τα κατάφερνα καλά. Είχα μια φυσική ντροπή από μικρός. Κ' εύρισκα προφάσεις 'ς τον πατέρα μου για να το αποφύγω. Αλλά δεν ημπόρεσα. Δεν είχεν ακόμα αρχίσει η Ακολουθία.
Μηδέ να παρασχίζης τον αέρα, έτσι, με το χέρι σου· αλλά το κάθε τι να γίνε- ται ευγενικά· διότι και μέσα εις την ποταμοφοριά, εις την τρικυμίαν, και, θα έλεγα, εις τον ανεμοστρόβιλον του πά- θους σας, πρέπει να αποκτήσετε, να ιδιοποιηθήτε τόσην εγκράτειαν, ώστε να το ημερόνη.
Θέλεις, Σωκράτη μου, να σου ειπώ καθαρά τι πράγμα είναι το ωραίον, διά να απαλλαχθής από τας πολυλογίας; Σωκράτης. Βεβαιότατα. Όχι όμως πριν να μου ειπής, ποία από τας δύο κουτάλας που έλεγα προ ολίγου πρέπει να απαντήσω και ότι είναι ωραιοτέρα. Ιππίας. Μα, αν θέλης, απάντησέ του, ότι πρέπει η κατασκευασμένη από συκήν. Σωκράτης. Λέγε λοιπόν τόρα πλέον αυτό που επρόκειτο να ειπής προ ολίγου.
Διότι αν κανείς ήθελεν είπη ότι, αλλά διαφέρει πολύ, Σωκράτη, η στιγμιαία ευχαρίστησις από την ευχαρίστησιν και δυσαρέσκειαν η οποία θα συμβή ύστερον από καιρόν, εγώ τουλάχιστον θα του έλεγα, μήπως διαφέρει κατ' άλλο τίποτε παρά κατά την ευχαρίστησιν και την δυσαρέσκειαν; Διότι δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν εις τίποτε άλλο.
Όταν ήταν μικρός, ποτέ δεν ήταν όπως λένε ζωηρός και εύθυμος· εφαίνετο πάντοτε μαλακός, φιλήσυχος και αμίλητος, δεν έλεγε ποτέ λέξι και ποτέ δεν έπαιζε τα παιγνιδάκια εκείνα που τα λένε παιδικά. Με πολλούς κόπους τον εμάθαμε να διαβάζη και είχε γίνει εννέα ετών και δεν εγνώριζε ακόμη τα στοιχεία του αλφαβήτου. Ωραία! έλεγα από μέσα μου· τα όψιμα δένδρα παράγουν τους καλυτέρους καρπους.
Πού θέλουν τελειώσει ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον συναπάντημά μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε ετοιμασμένα διά εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως ογλήγορα θα απολαύνω μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην ελπίζεις εις μίαν τύχην τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που να την ελπίζης τοιούτης λογής, επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι υπερβολικής ημπορεί το τέλος της να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον.
Γιατί έξω από τον εαυτό μας δεν μπορούμε ποτέ να βγούμε, ούτε μπορεί να υπάρχη τίποτε στο πλάσμα που δεν ήταν υποστατό μέσα στον πλάστη. Ακόμα θα έλεγα πως όσο πιο αντικειμενικό φαίνεται να είν' ένα πλάσμα τόσο πιο υποκειμενικό πράγματι είναι.
Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι• 'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».
Αχ! αυτό στενοχωρεί όλην μου την καρδίαν. — Και όμως, το να παρανοούμεθα είναι η τύχη όλων μας. Αχ! πού εχάθη η φίλη της νεότητας μου! αχ! πού την εγνώρισα ποτέ! — θα έλεγα είσαι μωρός· ζητείς ό,τι δεν ευρίσκεται εδώ κάτω. Αλλά την είχα· αισθάνθηκα την καρδίαν, την μεγάλην ψυχήν, που εμπρός της εφαινόμην ότι είμαι πλέον ή ό,τι ήμουν, διότι ήμουν ό,τι ηδυνάμην να είμαι.
Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν