Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Έτσι θα είναι, καλέ Σωκράτη. Περίφημα εξηγείς αυτό το πάθημα της κρίσεως. Σωκράτης. Και πάλιν όταν γνωρίζω και τους δύο και τον μεν ένα εκτός του ότι τον γνωρίζω συγχρόνως τον βλέπω, τον άλλον όμως όχι, και την γνώσιν του άλλου δεν έχω από τας αισθήσεις, πράγμα το οποίον σου έλεγα προηγουμένως και συ τότε δεν το ενοούσες. Θεαίτητος. Ναι, δεν σε ενοούσα. Σωκράτης.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ωραία να μιλή κανείς με πράγματα νεοφανή και έξυπνα, και να μπορή τους νόμους να περιφρονή. Εγώ, σαν είχα μια φορά στην ιππασία πάθος, τρεις λέξεις δεν θα έλεγα χωρίς να κάνω λάθος• να, τέτοιος ήμουν• σήμερα, όπου να την αφήσω μ' έκαμε αυτός, ξέρω καλά με γνώμες να μιλήσω λεπτές, μ' επιχειρήματα και λόγους να διδάξω, πως πρέπει του πατέρα μου τη ράχη να τινάξω.

Κι όταν αρχίζαμε ναπελπιζόμαστε πια πως θα τους ξαναδούμε ζωντανούς, παρουσιαζόνταν άξαφνα, σα να μην είχε γίνη τίποτε, ξαφνισμένοι κ' οι δυο για την ταραχή μας. Θα είταν άδικο, αν έλεγα πως ο Σβεν είτανε καθαυτό ανυπάκουο παιδί. Σ' αυτό όμως το κεφάλαιο δεν είταν τόσο ευκολομεταχείριστος.

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.

Ω χήρα μου, της έλεγα, μη φαίνεσαι σκληρά, για κύτταξε πώς μας γελούν του ουρανού οι θόλοι, για κύτταξε του ποταμού τακίνητα νερά.. . 'μπορείς, αν θέλης, ν' αγαπάς κι' εμέ και τον Μανώλη. Για έλα να καθίσουμε 'στην άκρη του γιαλού, το πρώτο γλυκοχάραγμα να 'δούμε της ημέρας, ν' ακούσωμε κελάδημα γλυκό κορυδαλού, και να ιππεύσωμεν μαζί, τους γαλανούς αιθέρας.

Αυτό λοιπόν που λέγω τόρα ήτο η πρώτη περίπτωσις από όσα σου έλεγα τότε. Θεαίτητος. Μάλιστα, ήτο. Σωκράτης. Το δεύτερον ήτο ότι, όταν τον ένα από σας τον γνωρίζω, τον δε άλλον δεν τον γνωρίζω, και δεν βλέπω με τας αισθήσεις μου κανένα από τους δύο σας, δεν είναι δυνατόν πάλιν να νομίσω ότι αυτός που γνωρίζω είναι εκείνος που δεν γνωρίζω. Θεαίτητος. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.

Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα!

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΉρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑΕσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑΠού είναι ο Μπαμπάς;

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν