United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε: — Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα. — Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος.

Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεάτον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζετην μαλακή της κλίνη· και αφούτους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρατου οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφούτο σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβήτον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80τον νου θωρώντας καταιβώτον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακάτην λησμονιά βυθίζει. αλλάεμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιάτο πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90

Τα γόνατά μου εμπρός σου, Να, πέφτουν· το υπερήφανον Κεφάλι μου, που αντίκρυ Των Βασιλέων υψόνετο, Την γην εγγίζει. Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες Σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, Κ' επάνω μας ας πέσωσιν Η Φλόγες της οργής σου Αν συ το θέλης. Πλην πολυέλεος είσαι. Και βοηθόν σε κράζω. . . . Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν Πετώμενον τον στόλον Αγρίων βαρβάρων.

Ούτω συμπληρούται και είνε έτοιμη διά ν' αναρτηθή και της συνέσεως η εικών. ΛΥΚ. Και μα τον Δία είνε θαυμασία, Πολύστρατε. Αλλ' εξακολούθησε. ΠΟΛ. Ας προσπαθήσωμεν τώρα να εξεικονίσωμεν την χρηστότητα και την φιλανθρωπίαν αυτής και να παραστήσωμεν την ημερότητα του χαρακτήρος της και την καταδεκτικότητα προς εκείνους οίτινες ζητούν την προστασίαν της.

Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού και ας προχωρήσουμε. Να που ανοίγει ξαφνικά η κοιλάδα και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου.

Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· « Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το· τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260 όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη, θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα. τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώσητα ποτήρια, όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο· και ειπέτετον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265 να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα, όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου, το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».

Σεις δε, ω Τρίτωνες, περάσετε την Λητώ εις αυτήν και ας γείνη γενική γαλήνη. Τον δε δράκοντα όστις την παρακολουθεί και την φοβίζει, ας φονεύσουν τα τέκνα άμα γεννηθούν, εκδικούμενα διά την μητέρα των. Συ δε ανάγγειλε εις τον Δία ότι τα πάντα είνε εν τάξει• η Δήλος εστάθη• ας έλθη δε τώρα η Λητώ και ας γεννήση. 11. &Ξάνθου και θαλάσσης.&

Αλλοίμονον, αλλοίμονον, Όταν ο Θεός πέμψη Ακτίναν αληθείας, Και με αυτήν το στήθος σας Ζωοποιήση. Εάν τις το νουθέτημα Θείον ακολουθήση, Στόμα μαχαίρας, βάσανα, Κλαύματα φυλακής Τότε ας προσμένη. Και τοιούτοι, εμπρός σας Εγώ να γονατίσω! — Η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον Η βροντή τ' ουρανού Ας με τινάξη·

Μία ή δύο ημέρας έμενον έτι εις Αυτόν, καθ' ας θα εξηκολούθει να εκτελή τα έργα του ελέους Του επί πάντας τους ζυτούντας Αυτόν· μετά τούτο, ο χρόνος θα ήρχετο ότε θα ανεχώρει διά τελευταίαν φοράν από τον τόπον ένθα διήλθε την νεότητά Του, και θα έστρεφε το πρόσωπόν του ευσταθώς προς την Ιερουσαλήμ.

Φαίδρος Αλλά χρειαζόμεθα τους λόγους τούτους, Σωκράτη. Κάμε τους να προσέλθωσι κ' εξέταζέ τους τι και πώς λέγουν. Σωκράτης. Παρουσιασθήτε λοιπόν, &ω λόγοι&, ευγενικά ανατεθραμμένα ωραία παιδιά, και πείθετε τον Φαίδρον ότι, εάν δεν φιλοσοφήση ικανώς, ουδέ θα γίνη ποτέ ικανός να ομιλή διά κανέν ζήτημα. Ας αποκρίνεται λοιπόν ο Φαίδρος. Φαίδρος Ερωτάτε.