Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πικρόχολος τοξότης, αλλά και τι γλυκός!... αν δε κι' ο Έρως βίον δεν μας χαρίζη άλυπον, όμως για να 'μιλήσω σαν μαθηματικός εκείνος μένει μόνον πηλίκον και κατάλοιπον. Λατρεία προς τον Έρωτα με όσα κι' αν του ψάλλω, κι' ο Πάππας 'στήν εικόνα του γονατιστός ας στέκεται, και δι' εμέ καλλίτερον δεν είναι σύμπλεγμ' άλλο παρ' όταν ένας Σάτυρος με Νύμφην περιπλέκεται.

Αυτόν δε όστις θέλει ας τον αφιερώση εις τα προσκυνήματα των πολεμικών θεών με επιγραφήν, διά να υπάρχη ως μαρτυρία περί της απονομής των πρώτων βραβείων εις όλην του την ζωήν και των δευτέρων και των τρίτων.

Και θα χαλάσω τα χωριά, θα γίνω κλέφτης μάνα, Κι' ας φάη λύκος τα πρόβατα και αυτά τα έρμα γίδια. — Ό,τι κι' αν λέω μάνα μου, εγώ θα να το κάμω. — Μη σώκλεψαν τα πρόβατα, μη σ' άρπαξαν τα γίδια; Μην Αρβανίταις πέρασαν και σ' έβρισαν, παιδί μου; — Δεν κλέβουν πρόβατα από εμέ, ουδέ μ' αρπάζουν γίδια Κι' ουδ' Αρβανίταις μάνα μου, κοτάν' για να με βρίσουν...

Ας ξαναγυρίσουμε μια στιγμή στην Ελλάδα, να τα καλοδούμε του Αλαρίχου τα καμώματα. Μήτ' ο Γερόντιος, ο φρούραρχος της Θερμοπύλας, μήτ' ο Αντίοχος, ο Ανθύπατος της Αχαΐας, δεν τούδειξαν την παραμικρή αντίσταση του Αλαρίχου.

Δε νοιάζομαι· μηδέ κανείς ας νοιάζεται για 'κείνον που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη, άντρας απ' τη γυναίκα του ή και παιδί απ' τη μάννα· εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους. Πάντοτ' ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ' το Δία. Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.

Αχ μη με υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις.

Ιζόλδη, ποτέ δε θα συλλογιζόμουν αυτόν το χωρισμό αν δεν ήτανε η μίζερη αυτή ζωή που προς χάρι μου υποφέρετε τόσον καιρό τώρα, Ωραία, σ' αυτόν τον έρημο τόπο». — Τριστάνε, θυμηθήτε τον ερημίτη Ογκρίν στο άλσος του. Ας γυρίσουμε σ' αυτόν. Κ' είθε να μπορέσουμε να ζητήσουμε έλεος από τον Ουράνιο Πατέρα, Τριστάνε, φίλεΞύπνησαν τον Γκορνεβάλη.

ΕΡΜΙΟΝΗ Ω γέννημα βάρβαρον και ω σκληρόν θράσος, περιφρονείς τον θάνατον; Αλλά εγώ έχω το μέσον να σε κάμω ν' αφήσης με την θέλησίν σου το μέρος αυτό. Έχω τον τρόπον να σε πείσω. Αλλ' ας κρατήσω τα λόγια μου, να γίνουν γρήγορα πράγμα.

Τον δε φρονούντα ότι υπάρχουν μεν θεοί, αλλ' ούτοι δεν σκοτίζονται διά τα ανθρώπινα πράγματα, πρέπει να τον συμβουλεύσωμεν τα εξής: Αγαπητέ μου, ας του ειπούμεν, το ότι μεν πιστεύει εις τους θεούς ίσως το κάμνει κάποια συγγένεια θεία, η οποία σε οδηγεί προς το ομογενές σου, διά να το τιμάς και να πιστεύης ότι υπάρχει.

Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν. — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων. — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως. Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.