Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
— Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω. — Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές.
Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.
Ο αγγειοπλάστης καθόταν στο καλύβι του και σαν λουλούδι από το σιωπηλό τροχό το αγγείο έβγαινε μέσα στα χέρια του. Στόλιζε τη βάση και τον κορμό και τις άκρες με ομοίωμα λεπτού φύλλου εληάς ή πολύκλωνον αγκαθιού ή καμπυλωτού κι αφροστεφανωμένου κύματος.
Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.
Η ψυχοπαίδα ξεμπρατσαλωμένη ως τον άγκωνα, έπλαθε μασούρια το ζυμάρι στην πινακωτή. Ύστερα έπιανε τις άκρες, τα δίπλωνε, τους έδινε διάφορα σχήματα, τα βύθιζε μες τ' αναβραστό το λάδι. Το μικρό την έβλεπε μανοιχτά μάτια την ψυχοπαίδα, να βυθίζη στο τηγάνι τα ωμά τα λαλάγκια, σα φείδια κουλουριασμένα κι άλλα σα σταβρουλάκια διπλά. Κάτι του φαινόταν ποιος ξέρει.
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι 170 ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα.
Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. 310 Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μον σκέψου κάθε τρόπο 313 σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία.
Ο Έφις έβαλε τους τυφλούς να καθίσουν με την πλάτη στον τοίχο και μπήκε στο ξωκλήσι βαδίζοντας στις άκρες των ποδιών μέχρι που έφτασε στα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας όπου ο ντον Πρέντου, γονατιστός και ακίνητος, προσευχόταν με το πρόσωπο ανασηκωμένο, με τα μαλλιά του γαλαζωπά στο χρυσαφί μισοσκόταδο των κεριών, με τη φόδρα από την άκρη του καπότου του να προβάλλει κόκκινη, με το σπιρούνι στο πόδι, όμοιος σε όλα με τους Βαρόνους σε προσκύνημα, όπως τους είχε δει ο υπηρέτης ζωγραφισμένους σε μια παλιά εικόνα της εκκλησίας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν