United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω κυρά μου, είπε εκείνος, «πώς θες να σας αφήσω στην κατάσταση που βρίσκομαι; Τι με το κρασί που ήπια και με την ευχαρίστηση του να σας βλέπω, δεν θα βρω τον δρόμο για το σπίτι μου. Άστε με να μείνω εδώ μέχρι το πρωί, και όταν ξανάρθω στα καλά μου, θα φύγω όποτε θέλετεΆσε τον να μείνει είπε η Αμινά, που και πριν του είχε φερθεί φιλικά. Είναι δίκαιο, μια που μας διασκέδασε τόσο πολύ.

Η απάντησις αύτη η τόσον ηπία είχεν εν εαυτή δύναμιν μεγαλειτέραν της του απηλιώτου ανέμου ή της του κεραυνού, διότι ο Θεός ήτο εν εκείνη «τη φωνή τη λεπτή», και τους κατέπληξε και τους έκαμε να πέσωσι κάτω εις το έδαφος. Παραδείγματα δεν λείπουσιν εν τη ιστορία εν οις το γαλήνιον ήθος αόπλου τινός ανδρός αφώπλισε και παρέλυσε τους εχθρούς Του.

Τότε ο πονηρότατος εκείνος, είτε Κανείς είτε Οδυσσεύς ονομάζεται, μου έδωκε να πιώ ένα φάρμακον, το οποίον ήτο μεν ευχάριστον και εύοσμον, αλλ' επικίνδυνον και έφερε μεγάλην ζάλην• διότι άμα το ήπια μου εφάνη ότι όλα εγύριζαν και αυτή η σπηλιά ήλθεν άνω κάτω και εγώ ευρισκόμην εις κακήν κατάστασιν, επί τέλους δε απεκοιμήθην.

Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση. 'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα, Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα. Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι, Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει. Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα, Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,

Μοιρίτα μου, εσύ ζωή μου, μην τυραννιέσαι. Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Μοιρίτα μου, παιδί μου, ναι! σαν παιδί μου σ' αγαπώ. — Κι από τα μάβρα της, από τα γλυκά της τα μάτια, στο χέρι μου απάνω, έπεσε ένα δάκρι. Και το ήπια εκείνο το δάκρι και τόχω πάντα μέσα στην ψυχή μου. Μιλούσε κ' έλεγε εκείνο το δάκρι· «Πάει ο ήλιος· πάει η ελπίδαΚατεβήκαμε μαζί.

Όταν εξύπνησα εύρον πλησίον μου, όπως και προηγουμένως, ένα άρτον και μίαν κανάταν νερού. Εδίψων φοβερά, και εξεκένωσα την κανάταν μονορρούφι. Το νερό θα είχε ναρκωτικόν μέσα, διότι μόλις το ήπια κατελήφθην από ακαταμάχητον ύπνον. Βαθύς ύπνος με εβάρυνεν, όμοιος με τον ύπνον του θανάτου.

Είχεν ανοίξει το κρασί της, ετραύλιζα εγώ. Η γειτόνισσά μας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια. Και μ' εφώναξε να με κεράση. Μου γέμισεν ένα ποτήρι. Το ήπια όλο χωρίς υποψίαν. Μου εφάνη κάτω-κάτω ότι είχε στάκτην ψιλήν, απόζουσαν. Την μισή την κατέπιον, την άλλην την έπτυσα. Η ίδια ήλθε πάλιν εις τους γάμους μου, μ' εκάπνισε μ' ένα καπνόν βρωμερόν ως ψόφιας νυκτερίδας δυσωδίαν.

Ωραία, είναι πολύς καιρός που το ξέρω τόνομά σου. Ορκίζομαι στα μαλλιά μου που άλλοτε ήτανε ξανθά, ότι αν το λογικό έφυγε απ' αυτό το κεφάλι, σεις είσαστε η αιτία, ωραία. Σεις δεν ωφείλατε να φυλάχτε το ποτό που ήπια στην ανοιχτή θάλασσα; Το ήπια, με τη μεγάλη ζέστη, σ' ένα χρυσό ποτήρι, κ' έπειτα τώδωσα στην Ιζόλδη. Σεις μόνη το μάθατε, ωραία. Δε θυμόσαστε πεια;

Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!

Ομιλούν εις την ψυχήν του ανθρώπου αι φυσιογνωμίαι ισχυρώς έλκουσαι το όμοιον, διότι δύνανται να συνδέσωσι τα ανάλογα αισθήματα· εν τη αρμονία αυτή γεννώνται ήπια ή και σφοδρά πάθη, η Φιλία, η Πίστις, ο Πόθος, ο Έρως κ.τ.λ. Την Φιλίαν, τον Πόθον, τον Έρωτα, ερμηνεύει, άδει ο ποιητής, ο μυθιστοριογράφος, εις το άσμα, την κωμωδίαν, το δράμα και τα λοιπά της ποιήσεως και φιλολογίας έργα.