United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νάρθω κ' εγώ και να σε ιδώ, και να σε κουβεντιάσω. — Εγώ Πασσά μ' δεν κάκιωσα, εγώ, Πασσά μ' δεν ξέρω Πώς στρώνονται τα στρώμματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια. Γιατ' είμαι τσιούπρ' απ' τα μανδριά και μόν' και μόν' γνωρίζω, Να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους να αρμέγω. Να πλέχω χοντροτσούρεπα, να φκιάνω και γιαγούρτι. Κυτάζω τον κατήφορο.

Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.

Ούτως ο Μήτρος αναγκάσθη ν' απομακρυνθή εκείθεν κ' εμισθώθη εις ένα κτηνοτρόφον εκ Σουλεϊμάναγα, του οποίου τόρα έβοσκε τα πρόβατα. — Βόσκω τα πράμματα και παίζω τη φλογέρα μου· είπεν όταν ετελείωσε την διήγησίν του, απαθώς υπομειδιών, ως να έλεγε συνήθη πράγματα. Η Σμάλτω ήτις συνεκινήθη εις την διήγησιν εκείνην του βοσκού, εχάρη ακούσασα ότι εγνώριζεν ούτος να παίζη την φλογέραν.

Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα· και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα. Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου τη νύχτα τα μεσάνυχτα.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.

Εις την πόρτα εστέκετο μία νέα κόρη, που την παρωμοίαζε με την Αννέτταν, την κόρην του διδασκάλου που μια φορά την είχε φιλήσει εις τον χορόν αλλά δεν ήτο η Αννέττα· μόλα ταύτα είχε ιδή κάποτε προτήτερα το κορίτσι, ίσως εις το Γκρίντελβαλτ εκείνο το βράδυ, που από την σκοπευτικήν εις το Ιντερλάκεν εορτήν επανήρχετο, — Πώς ευρίσκεσαι εδώ; ηρώτησε. — Είμαι εδώ στο σπίτι, βόσκω το κοπάδι μου!

Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.

Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.

Και βόσκω τράγους που θα τους κάμω μεγαλείτερους από τα βώδια τουτουνού· και δε βρωμάω καθόλου εξαιτίας τους, αφού δε βρωμάει κι' ο Πάνας, που στο περισσότερο μέρος του κορμιού του είναι τράγος. Και μου είναι αρκετό το τυρί και το ψημένο ψωμί και τ' άσπρο κρασί, όσα έχουνε πλούσιοι χωριάτες.

Και φθάνω οχ' την αγάπη σου Θερμός και ξαναμμένος, Και σου αγκαλιάζω του κορμιού Τα ασύγκριτα τα κάλλη Με τη θαμπή κι' αδύνατη Κι' ανέτολμη ματιά μου, Γιατί δεν φθάν' η αγκαλιά Δεν φθάνουν μου τα χέριαΚαι βόσκω και κορφολογώ, Βουνό τες ωμορφιές σου, Τες ωμορφές σου πούν' θεϊκές ΠαραδεισοπλασμένεςΤα πολλά δάση, τες κορφές και τα δροσόνερά σου.