Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Για φάτε φίλοι, και μην τραβιέστε, Πώς θα χωνέψτε, μην συλλογέστε. Αλέθει ο μήλος; ρίξτου να αλέση Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέση. Μον άντα τρώτε, να φυλαχτήτε, Να μη γελάτε, να μη πνιγήτε·, Κι' αγαλιγάλι, μη λαιμαργάτε, Εσείς που είστε θελά ταις φάτε. Μη έτζι αφύσικα, και όλοι αντάμα, Σαν τ' άγρια όρνια στο ψόφιο πράμμα. Με τάξι πάρτε, με την αράδα, Για να πεικάστε και νοστιμάδα.
Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν; — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!
Μα πολύν καιρό δεν αποκοτούσανε να προβάλουν, και μήτε τώρα δε θα ξεκινούσαν, α δεν ξέπεφτε στα στερνά και της Ρώμης η δύναμη. Από τους καιρούς των Αντωνίνων ακόμα είχαν πρωτοφανή βάρβαροι κατά το Ρήνο, και μάλιστα οι Γότθοι κατά τη γειτονιά της Δακίας. Σαν όρνια λες και φτερούγιαζαν τριγύρω στο Ρωμαϊκό Κράτος, απαντέχοντας το θάνατό του.
Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γρηά Μορισίνα. Εκείν' η παροιμία που ακούσαμε απ' το στόμα της: «Τρεις οπ' σ' έχω...κτλ.», ήτον μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γείνη ο αρρεβώνας, του ίδιου ταντρόγυνου, είχε 'πή: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται.... »
Θα δρώσουν γύρω τα λουριά της κουφωτής ασπίδας στα στήθια, απάνου στα σπαθιά τα χέρια θ' αποστάσουν, τα ζα θα δρώσουν σέρνοντας τα τορνεμένα αμάξα. 390 Κι' όπιον να κοντοστέκει εγώ τον δω μακρυά απ' τη μάχη, αφτού στα ταξιδιάρικα καράβια, ας μην τ' ολπίζει πως θα γλυτώσει, μον σκυλιά θαν τον παστρέψουν κι' όρνια.»
Ναί, τώρα πια τον Πάτροκλο δε συλλογιέμαι τόσο 240 π' όρνια και σκύλους γλήγορα στο κάστρο θα χορτάσει, όσο για το κεφάλι μου και το δικό σου τρέμω μην πάθουν, τι όλα σκέπασε πολέμου αντάρα γύρω, και χάσκει ρούφουλας θαρρείς ο Έχτορας μπροστά μας. Μα φώναξε, κι' ίσως κανείς ακούσει πολεμάρχης.» 245
Έτσι τους είπε, κι' έφυγε ο καστανός Μενέλας παντού τηρώντας, σαν αητός π' απ' του ουρανού τα όρνια πολύ πιο διαπεραστικά το μάτι του ξανοίγει, 675 που κι' απ' τα ύψη ο γλήγορος λαγός δεν του ξεφέβγει κρυμένος μες σε σύμπυκνα θυμάρια, μον βουτώντας έτσι άψε σβύσε τον αρπάει και τη ζωή του κόβει· έτσι κι' εσύ, τ' Ατρέα γιε, τ' αστραφτερά σου μάτια κατά των λόχων τους σωρούς παντού τα γύρναες τότες, 680 αν το Αντίλοχο ίσως δεις στον κάμπο ζωντανόνε.
« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνα 'ς τη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.
ΙΩΝ Αν είν' αυτό αληθινό, είνε γλυκό για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Με σπάργανα παρθενικά σε τύλιξα, υφασμένα απ' τον δικό μου αργαλειό• δεν σου 'δωσα το γάλα, στο στήθος μου δεν σ' έθρεψα, λουτρό δεν σου χω κάμη• μέσα 'ς ερημική σπηληά έρημο σε είχα αφήση, στα όρνια τάγρια τροφή, στον άδη να σε στείλω. ΙΩΝ Τι φοβερά που το 'καμες, μητέρα μου. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο φόβος, να σε σκοτώσω άθελα, παιδί μου, με είχε κάμη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν