United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα χρειαζούμενο να πάρη μαζί του.

Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα.

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης, ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι, τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό. Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι κατεβαίνανε στις βάρκες. Θόρυβος και φωνές ακουόντανε. — Τι νέα από τη στεριά; — Καλά, καλά.

Στη θέα του, οι εκατό ιππότες σηκώθηκαν όλοι μαζύ, τον εχαιρέτισαν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και οι Ιρλανδοί είδαν ότι ήτανε ο αρχηγός τους. Πολλοί τον ανεγνώρισαν όμως τότε, και μεγάλη κραυγή σηκώθηκε απ' όλες της μεριές: — Είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ! Γυμνά λάμψανε τα σπαθιά, και μανιασμένες φωνές επανελάμβαναν: — Θάνατος! Θάνατος!

Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.

Σας ορκίζω στο όνομα του Χριστού μας, τα λόγια μου αυτά, καρπόν να δώσουν αναμεταξύ σας. Η χάρις του Κυρίου Ιησού νάνε μαζύ σας. Οι ίδιοιΠροφήτισσα. Να η Πυθώνισσα! Διώξτε την! Ήρθε πάλι να καταρασθή και για να βρύση! Όχι, να μιλήση αφήστε την! Σπρώξτε την και τρομάξαν τα παιδιά. ΓΥΝΑΙΚΑ Δαιμόνιο την πιάνει, όταν αφρίζοντας φωνές βγάνει σκυλίσσιες!

Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

Να, το πρωί που είμουν ανεβασμένη στη μουριά, μ' έπιασε ξαφνικά μια λύπη, μια βαθειά λύπη. Είπα πως κάτι κακό θα μου γίνη. Δεν πέρασε λίγη ώρα που ήρθατ' εσείς, μ' εκείνες τις άγριες τις φωνές σας. Όμως αυτή τη στιγμή, πατέρα μου, είμαι όλο χαρά, είμαι γιομάτη χαρά, κάτι καλό θα μας συμβή, το αιστάνουμαι, το βλέπω, Δε θα σου συμβή το καλό. Σου συμβαίνει.

Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο. — Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.