Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.
Και επάνω εις αυτό εμβήκα εγώ εις τον οντά που αυτοί ήταν, φερνόμενος εκεί από τον ευνούχον, ο οποίος, εις το έβγαλμά μου από το λουτρόν, με ένδυσε με πλούσια φορέματα, και μου έβαλεν ένα φακιόλι διμένον με πανί της Ινδίας, κεντημένον με πολύ χρυσάφι.
Τον φθισικόν νέον τον επήγαν, μετά το Πάσχα, εις το μονύδριον του Αγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνήν εξοχήν. Ο νέος γαμβρός, όστις ήτο πολιτισμένος, απήτησε να βγάλη η αρραβωνιαστική του τα εγχώρια φορέματα και να φορέση ευρωπαϊκά.
Όταν, μίαν ημέραν ήλθεν εις το σπίτι μου μία γραία, ήτις από τα φορέματα και την ομιλίαν έδειχνεν ότι ήτο ευγενής και με πολλές παρακλήσεις με κατέπεισε να υπάγω εις τους γάμους της θυγατρός της.
Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι. — Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του. Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.
Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον, εις τον δρόμον της εκκλησίας.
'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50 αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : —Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν, πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, 'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων. πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου· ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων. αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95 'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».
Πήγαινε με αυτά να πάρης τα όσα μας κάνουν χρείαν, τόσον διά φαγητά, όσον και διά φορέματα εδικά σου και εδικά μου, και περιπλέον αγόρασε και κανένα σκλάβον διά να μας δουλεύη.
Όσον και αν ήτο κεκαλυμμένη με τα πτωχικά εκείνα φορέματα η αρετή, υπάρχουν μάτια που την ανακαλύπτουν πολύ ευκόλως και πολύ ταχέως. Διά τούτο πολύ εζήλευσαν την Μιλάχρω, διότι τόσον ευκόλως οικονόμησε το κορίτσι της. Κ' επήρεν άνθρωπον καλόν, εργατικόν και όχι ναυτικόν. — Πωπώ, παιδί μου! μακρυά από θαλασσινόν! έλεγεν η Μιλάχρω. Να πάρης ένα πτωχότερον, μα να κάθηται κοντά σου.
Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα, φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα, ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . . τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν