Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Ήτο μίαν φοράν ένας βασιλεύς, ο οποίος αγαπούσε τόσον πολύ τα νέα φορέματα, ώστε εξώδευεν όλα του τα χρήματα διά να ενδύεται μεγαλοπρεπώς. Δεν τον έμελε ούτε διά στρατιώτας, ούτε διά θέατρα, και η μόνη του ευχαρίστησις ήτο να εβγαίνη με την άμαξαν και να βλέπη ο κόσμος τα λαμπρά του φορέματα.

Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζη τα βασιλικά του τα φορέματα, κ' η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνη μια πρόστυχη φορεσιά παραγυιού, και σε λιγάκι να βλέπη τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην είταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!

Κάθε σπάνιο και πολύτιμο πράμα, από το διαμάντι κι από το μάλαμα ως το πιο δυσκολόβρετο λούλουδο και πωρικά, τα χαίρουνταν οι αχόρταγοι αυλικοί, που ένας απάνω στον άλλον έπεφταν, ποιος να πρωταρπάξη τα πιώτερα προνόμια, χαρίσματα, δωροδοκίες, κι αξιώματα. Ξάστραφτε ο κόσμος με τα χρυσοκέντητά τους φορέματα.

Από αυτά τα φορέματα έκαμε και ένδυσαν τους ξένους που ήταν γυμνοί, και πληρώνοντάς τον πραγματευτήν τον απέλυσεν· ύστερα επρόταξε τους σκλάβους του διά να ετοιμάσουν το δείπνον, το οποίον ευθύς ετοιμάζοντας το με πολυποίκιλα φαγητά και πιοτά, βαλμένα εις αγγεία από φαρφούρ της Κίνας, εκάθησαν όλοι ομού και εδείπνησαν με πολλήν ευχαρίστησιν.

— «Σιώπα». Και ήρχισε πάλιν εκείνη να λέγη πόσον την είχεν εξευτελίση, όταν υπήγε μίαν ημέραν εις το Γαλαάδ, διά να συνάξη βάλσαμον. «Εις τας όχθας του ποταμού, πολλαί έπλυνον τα φορέματά των. Εκεί πλησίον, εις ένα μικρόν βουνόν, είς άνθρωπος ελάλει. Γύρω εις την μέσην του εφόρει δέρμα καμήλου, η δε κεφαλή του ωμοίαζε με κεφαλήν λέοντος.

Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν.

Κανείς δεν ετόλμησε να αποδείξη ότι δεν έβλεπε τα φορέματα. Υπήγε λοιπόν ο βασιλεύς εις την παράταξιν με την συνοδείαν του, και όλοι εις τον δρόμον έλεγαν: «Τι μεγαλοπρεπή ενδυμασίαν φορεί σήμερον ο βασιλεύς! Τι ουράν έχει ο μανδύας του! Πώς του πηγαίνειΚανείς δεν ήθελε να προδοθή ότι δεν βλέπει τίποτε, διά να μη τον νομίσουν κουτόν ή ανάξιον διά την θέσιν του.

Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.

Εις την διαθήκην του με αφήκε κληρονόμον όλης της περιουσίας του• άμα δε απέθανε έγινα κύριος της περιουσίας και ήρχισα να ξοδεύω το χρήμα και με τα δυο μου χέρια, χωρίς να υπάρχη φόβος να το εξαντλήσω. Όλα δε τα άλλα, φορέματα και έπιπλα και σκεύη και υπηρέται, έγιναν, ως ήτο επόμενον, δικά μου.

Ποτέ δεν είχε τόσον θαυμάσει ο κόσμος φορέματα βασιλικά. Επί τέλους έν παιδί εφώναξε: Καλέ ο βασιλεύς είναι γυμνός! — Άκουσε τι λέγει το παιδί, είπεν ο πατέρας του. Και ο ένας ήρχισε να ψιθυρίζη εις τον άλλον τα λόγια του παιδιού. — Καλέ, ο βασιλεύς είναι γυμνός, είπαν όλοι τέλος πάντων.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν