United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.

Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.

Οι ανωτέρω. — Η Μάννα. — Χορός Μανάδων. Η Μάννα του! Η Μάννα του! 1ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ. Τόπο! Κάνετε τόπο! ΓΥΝΑΙΚΑ. Για δες πως σέρνεται με κόπο η δύσμοιρη!. . . Την οδηγάνε λυγισμένη όπως είνε, σαν δένδρο τσακισμένο από καταιγίδα· Χορός από Μαννάδες.

« Αυτό το γιαταγάνι μου, » Κι' αυτό το τσακισμένο » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν » Πάντα το θάνατό μου, » Το θάνατό μου το σκληρό, » Και το μαρτύριό μου » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο, » Το τόσο δοξασμένο

Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».

Εξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, με μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στης άκρες, χωρίς γένεια, με βράκα συμμαζεμένη που κατέβαινε ως το γόνατο και άφηνε γυμνές της λιπόσαρκες κνήμες του, ζωσμένος σφιχτά με ζώνη μάλλινη, σχεδόν πάντα ξεμανίκωτος και στην κεφαλή μ' ένα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω με μακρυά φούντα και δεμένο με μαντήλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω με μπιμπίλες σαν γυναίκα.

«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Ενώνει το κομμάτι με το ξίφος στο μέρος που ήτανε τσακισμένο: μόλις που μπορούσε να διακρίνη το ίχνος του τσακίσματος. Τόσο καλά εφαρμόζανε! Τότε ώρμησε κατ' απάνου στον Τριστάνο και στριφογυρίζοντας γύρω από το κεφάλι του πληγωμένου το μεγάλο σπαθί, του φώναξε: «Είσαι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ, του αγαπημένου μου θείου. Πέθανε λοιπόν τώρα και συ με τη σειρά σου!

ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο. Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα. Επιδέξιο μου Πνεύμα!