Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Εγώ τότες έπαιρνα ταποκαλαμίδι, και σαν έρριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγανιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν. Ταπόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψη. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσης να δης βράδιαζε.

Τόνομά σου έχει, στα χείλια της. Με τόνομά σου πεθαίνει. Δεν το θέλει ο Θεός να μην έρθης. Ψυχικό είναι, κύριε Τάσσο. Έλα, πρόφτασε! ΦΛΕΡΗΣΤι; Ποιος; Η Λέλα ίσως; Πεθαίνει η Λέλα; Γιατρέ, πες μου την αλήθεια! ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Λέλα! Μην κάνεις έτσι, Τάσσο μου. Δεν είναι και τόση απελπισία. Χτυπήθηκε ταπόγεμα μέσα στο πάρκο. Ησύχασε. Θα γίνη καλά. Κάθισε, θα πάθης τίποτε. Η Λέλα θα γίνη καλά, σου λέω.

Στο μεταξύ έρχεται ο Βελισάριος με στρατό από τα περίχωρα, και ταπόγεμα της μέρας εκείνης όρμησε με κάμποσους Γότθους και χτυπούσε τους αντάρτες ως τα σπερώματα. Όταν όμως τραβήχτηκε, ξανάρχισε τα δικά του ο όχλος, κ' έβαλε μάλιστα φωτιά στον τόπο που είτανε συναγμένοι οι Γότθοι. Το κακό άρχισε καθώς είπαμε στις 13 του Γενάρη.

Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση: — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη! Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό. Έπειτα τώμαθα.

Κη σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κιαπόφευγε συνάμα να πη πράμματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πη. Ταπόγεμα ήρθε μια θεια μου κιάκουσα τη μητέρα μου να της λέγη: — Ήρθε κη Βαγγελιά τον Δεσποινιού κήρχιξε το Γιωργή τα φιλιά. Ήθελα νάσουνε να δης πως ήκανε . Σα νάθελε να ρουφήξη το αίμα του κοπελιού!

Εδώ στο Δαμαριώνα, στην Αξιά, που κάθουμαι τώρα και γράφω, ήρθα προψές ταπόγεμα, η ώρα μια· πήγα στου βουλεφτή· δε με γνώριζε διόλου· του είπα τι γυρέβω. Αμέσως, στην ίδια στιγμή, γέμισε το σπίτι παιδιά, παραμύθιακαι φαγιά. Όλοι, όσους είδα πάντα και παντού έβαλαν τα δυνατά τους, να μ' εφκολύνουν τη δουλειά· ήξεραν πολύ καλά τι σπουδάζω, τι αξίζει η σπουδή, σε τι καταγίνουμαι τόσα χρόνια.

Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.

Ίσως για τούτο και τα λόγια μου δεν τους αρέσουν. Εμένα πάλε μ' αρέσει η Τήνο με το παραπάνω, όταν κάθουμαι ήσυχα στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας», με τον καλό τον Κασδόνη, που είναι και κείνος Τηνιακός, και μου λέει για την Τήνο. Στου Κασδόνη μαζέβουνται ταπόγεμα κάθε μέρα όσοι γράφουν ή στίχους ή παραμύθια. Βιβλία κανείς δεν αγοράζει.

Μα θα μου δώση το τουφέκι να τώχω 'γώ; — Κιαμέ; Όσες μέρες θάστε στον Αμαλό, το τουφέκι θάνε δικό σου. Νάχης μόνο το νου σου να μη σε σβολώση. Ο Βασίλης θα σ' αρμηνεύγη κιότι νάρθη να μου πη πως ήμαθες να παίζης, θα σαγοράσω, κανακάρη, μου, ένα τουφέκι νάνε μοναχικό σου και να πιαίνης να κυνηγάς, όντε θες. Ο Βασίλης που τον είδα ταπόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν