Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Τοσούτον δε αιφνίδιον και απροσδόκητον ήτο το κίνημα αυτής, ώστε οι εκτός της θύρας, μόλις την παρετήρησαν ως οπτασίαν, διολισθήσασαν διά μέσου αυτών. Εν τούτοις είς των ανθρώπων τούτων έδραμεν ευθύς κατόπιν της όπως την συλλάβη, αλλ' η Αϊμά στραφείσα, εχύθη με βιαίαν ορμήν επ' αυτού, και κατήνεγκε κατά της κεφαλής αυτού ισχυρόν κτύπον με το βαρύ εργαλείον.

Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε·Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν·Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου;

Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·

Ναι, τόρα θα φύγωμε. . . . . . — Τόρα αμέσως! δεν βλέπεις; Η Μάρω στραφείσα είδε τας ετοιμασίας των χωρικών κ' ενόησε τον κίνδυνον. Έλυσε τον Γιάννον από του πάλου και χωρίς να χάνωσι καιρόν εξήλθον του πύργου, από του αντιθέτου μέρους της αυλής.

Σμάλτω! ε, Σμάλτω!. . . ηκούσθη φωνή περιχαρής, ανακόπτουσα αίφνης το βήμα της. Η λυγερή στραφείσα παρετήρησε τον Μήτρον ερχόμενον από μακράν με το ποίμνιόν του. Αλλ' ουδεμίαν ησθάνθη ήδη ταραχήν εις την θέαν του.

Η Σμάλτω στραφείσα παρετήρησεν ότι δύο γαλιά ήριζον ραμφίζοντα κάτι μέσω των ξηρών χόρτων και ότι τ'άλλα έσπευδον λαιμάργως εκεί, τείνοντα ως δόρατα τους λαιμούς και με κραυγάς, ως ν' ανεκάλυψαν αίφνης πολύτιμον τροφήν. Μετά μικρόν συνήχθησαν όλα εκεί, συσφηνούμενα το έν προς το άλλο, σχηματίζοντα ούτω πυκνόν αλώνα, με τα μαυροπράσινα πούπουλά των μαρμαίροντα υπό τας ηλιακάς ακτίνας.

Έπειτα στραφείσα πέραν προς την Πλάκαν, όπου ήσαν των Τούρκων οι τάφοι εκατερώθεν της οδού, είπε: — Καλέ, ποιος σκύλος εψόφησε; — Ο Λαδομπραΐμης, επληροφόρησεν ο Μανώλης, πλησιάσας και αυτός εις το παράθυρον. Οντέν επέρνουν απού το τζαμί, του 'διαβάζανε. Επλησίασε και η Πηγή μετ' ολίγον και οι τρεις παρετήρουν την τουρκικήν κηδείαν.

Και αυτή, την νύμφην της, «την είχε 'μόσιμο». Ηδύνατο να ακούη τοιούτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ημέραν έχασε την υπομονήν και της λέγει: «Για να σου πω, γειτόνισσα, δεν μ' αρέσει να μ' το λες αυτό». Τότε η γραία στραφείσα της απεκρίθη: «Το ξέρω δα πως αμόνεις στ' όνομά της, γειτόνισσα· μα ησύχασε· το όνομά της δε θα χαθή!».

Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το φαινόμενον: — Ωμίλησες εις τον Καίσαρα; — Όχι, Αυγούστα. — Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων; — Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου . . . — Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;

Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν