United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδατον ίσκιο μιας μυρτιάς Τον Όμηρο· και γύρα, Γύρα του τραγωδούσανε Τα έπη τους τόσοι άλλοι Διάσημοί μας ποιηταί, Και ταραχή μεγάλη Εγίνονταν, κι' ακούγονταν Η Ποίησι κ' η Λύρα. Είδα παρέκει ταις σκηναίς Όλων μας των Αγίων. Που κύκλον εσχημάτιζαν, Κι' αυτοίτη μέση, άλλοι Εχόρευον, κι' άλλ' έπαιζον. Αρχίνησε να ψάλλη Και τους ψαλμούς του ο Δαυίδ, Το θείον του βιβλίον.

« Την άλλη μέρα κίνησα » Πήγατο Καρπενήσι. » Βλέπω του Μουσταφά-πασσά » Της Σκύδρας να ασπρίζουν » Πυκναίς σκηναίςτο Κάρλελι. » Προστάζω και χωρίζουν » Οι άλλοι μου οι σύντροφοι, » Να πάγουνετη Βρύση

«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— εδώ τώρα καθήμενοιτον δείπνο με ομιλίαις ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςτην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• τέτοιοςτην Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν όλοι, κ' εγώ τον γνώρισααυτό το σχήμα μόνη, 250 και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, 'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, πριν αυτός φθάσηταις σκηναίς καιγοργά καράβια, 255 τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, ότ' η καρδιά μου είχε στραφήσπίτι μου να γύρω, 260 και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, οπούτον νου καιτην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».

Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, καιτα καράβια πήγαν Τον ηύραντο καράβι του σιμά καιτην σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.

Το κύμα δε το μελαψό καταβροντούσε γύρου Εις την τροπίδ' του καραβιού, οπού περιπατούσε· Κι' αυτό τους δρόμους σχίζοντας, έτρεχ' απάν' 'ς το κύμα. Λοιπόντο μέγα στράτευμα των Αχαιών σαν πήγαν, Ετράβιξαν εις την στεριάν το μελανό καράβι Ψηλάτον άμμον κ' έβαλαν στυλώματ' αποκάτω· Κ' εσκόρπισαν εις ταις σκηναίς αυτοί, καιτα καράβια.

Έτσι αυτοί μ' αντιλογιαίς μαλώνοντας, σηκώθκαν· Και την βουλήν απόλυσανΑχαϊκά καράβια. Κι' ο μεν Πηλείδηςταις σκηναίς καιτα καράβια πήγε Με του Μενοίτιου τον υιόν και με τους σύντροφούς του· Ο δε Ατρείδης έσυρετην θάλασσαν καράβι Γοργό· και εδιόρισε είκοσι λαμνοτάδαις· Και έμπασε για τον θεόν την εκατόμβην μέσα.