United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να ο Έφις, που ανηφορίζει το δρόμο προς το χωριό. Η αυγή είναι σχεδόν κρύα και οι λευκοί λόφοι μοιάζουν σκεπασμένοι με χιόνι. Τα μικρά βουνά, πάνω από τα χωριουδάκια τα σκορπισμένα στην πεδιάδα, μετά το Κάστρο, καπνίζουν σαν σκεπασμένα καμίνια από κάρβουνο και όλα είναι σιωπηλά και νεκρά στο ρόδινο πρωινό.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών.

Άμα ο Αστυάγης έκρινεν ότι ο Άρπαγος εχόρτασε· «Δεν ευρίσκεις εις το φαγητόν τούτο, τον ηρώτησε, γλυκύτητά τινα ιδιαιτέραν;» Ο Άρπαγος εβεβαίωσεν ότι το εύρεν εξαίρετον. Τότε οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς τας οποίας είχον, τω παρουσίασαν την κεφαλήν και τα δάκτυλα του υιού του τα οποία ήσαν σκεπασμένα, και τον προσεκάλεσαν να τα αποκαλύψη και να λάβη εξ αυτών ό,τι ήθελε τω αρέσει.

Και πήγαινε, πήγαινε, στη σειρά με τους ζητιάνους, επάνω , επάνω, μέσα από την πράσινη κοιλάδα της Μαμογιάντα, επάνω, επάνω, προς το Φόνι, μέσα από μονοπάτια πάνω από τα οποία, μες το συννεφιασμένο βράδυ, κρέμονταν τα βουνά του Τζεναρτζέντου παίρνοντας φανταστικές μορφές από τείχη, κάστρα, κυκλώπειους τάφους, ασημένιες πολιτείες, γλαυκά δάση σκεπασμένα με ομίχλη.

Επέστρεψε στις κυράδες του και ξάπλωσε στην ψάθα. «Έκανες καλά που ήρθες εδώ», είπε η ντόνα Έστερ σκεπάζοντάς τον με ένα χράμι και η Νοέμι έσκυψε κι εκείνη, του πήρε το σφυγμό, του έπιασε το μπράτσο προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο κρεβάτι. «Αφήστε με εδώ, ντόνα Νοέμι μου», βογκούσε χαμογελώντας, αλλά τα μάτια του ήταν απλανή σαν εκείνα ενός τυφλού, σκεπασμένα ήδη με τον πέπλο του θανάτου. «Εδώ είναι η θέση μου

Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά.

Στους ίσκιους πέρα τους βαθιούς, μες τα πυκνά τα φύλλα σκεπασμένα, αθώρητα και μυστικά, ονειρεφτά και πολυζήλεφτα, είνε τα μαγικά λημέρια της αγάπης. Κάθε απόσπερο, που θα καλαψηφόση, προφυλαγμένος από κάθε μάτι προδοτικό, μες το βαρύ σκοτάδι τυλιγμένος, γλυστρά πάνω απ το λόγκο, περνά μέσα στους σύδεντρους τους κήπους, πηδάει τις ποριές ελαφρός σαν ίσκιωμα απονύχτερο.

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.