United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.

Εξεκαθάρισα τέλος πάντων οκτώ χιλιάδες δραχμάς, επαράλαβα τους τριάντα σιδηροδρόμους που μ' έκαμεν ο βουλευτής ν' αγοράσω για το τέλος τον μηνός, και την άλλη μέρα εφόρτωσα από νωρίς εις το βαπόρι τη γυναίκα και να επτά παιδιάτα γυόμελα είχαν πεθάνει μικρά και έπειτα εβγήκα πάλιν έξω να ξεκαθαρίσω ένα τελευταίο λογαριασμό που'μ' απόμενε στη Σύρα.

Είμαι ευχαριστημένος σαν να έχω πεθάνει τώρα μες στη χάρη του Θεού και να βλέπω τον ουρανό ανοιχτό. Πέρασα από την εκκλησία πριν έρθω εδώ, για να ευχαριστήσω τον Κύριο. Στη συνείδησή μου, είναι έτσι …….» «Μα γιατί Έφις;», είπε εκείνη με φωνή άχρωμη, τρυπώντας με τη βελόνα τον πανσέ. «Δεν σε καταλαβαίνωΕκείνος σήκωσε το βλέμμα.

Δεν θα το ήθελα, αλλά εσείς με το πείσμα σας με αναγκάζετε. Ο ντον Πρέντου το έχει πάρει τόσο στα σοβαρά που εάν εσείς δεν τον θελήσετε θα πεθάνει. Ναι, σαν να του έχουν κάνει μάγια, δεν κοιμάται πια. Εσείς δεν ξέρετε τι είναι αγάπη, ντόνα Νοέμι∙ σκοτώνει. Πρέπει να έχει κανείς λειψή συνείδηση για να αφήνει να πεθαίνει ένας άνθρωπος…

Είχε κ’ η Βεργινία κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα της, που την είχε αφήσει ολάρφανη σε μια δεύτερη της αξαδέρφη πούχε μια φορά κι αυτή τον τρόπο της, μα σαν απόμεινε χήρα έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, πούταν απόστρατος ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή.

Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει…

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνειμα δε μπορούσε να λησμονήση.

Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό. Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό, κάτω από το σβέρκο.

Κάθε τόσο ένας δυνατός πόνος στο πλευρό τον έκανε να πετιέται με το κορμί ίσιο και άκαμπτο σαν κάποιος να του έχωνε ένα σιδερένιο πάσαλο στα νεφρά∙ διπλωνόταν πάλι, ωχρός και τρέμοντας, ακριβώς σαν ένα καλάμι στον άνεμο∙ αλλά μετά τον σπασμό ένοιωθε μεγάλη αδυναμία, έντονη ευφορία, επειδή ήλπιζε να πεθάνει γρήγορα. Η μέρα του είχε τελειώσει.