Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Κατά το Σ. ο Ίδας «παίρνει μόνο τα επίσημα &σκηνικά της ζωής& χωρίς να σπουδάσει τη &γένεσή τους& και παραβλέπει προ πάντων τα &παρασκήνια&, αυτά που μπορούν να εξηγήσουν την πραγματική έννοια της ζωής». Έτσι, κατά το Σ. «ορισμένη εποχή του &φεουδαλικού καθεστώτος& εδημιούργησε το Κράτος και κατόπι με τη φορά της εξελίξεως οι &αστοί έρριξαν στη μέση την ιδέα του &έθνους& και της &πατρίδας& για να φέρουν αντιπερισπασμό πρώτα στους φεουδάλους και κατόπι στους προλετάριους, σκεπάζοντας συνάμα μ' αυτές τα οικονομικά τους συμφέροντα». Στο παράπονο του Ίδα: «δε μας ξαίρεις εμάς τους Τουρκομερίτες και για τούτο μας ξέχασες στο βιβλίο σου», ο κ Σ. απαντάει: «Σας ξαίρω και σας παραξαίρω κ.

Μάβρ' υπομονή! είπ' ένας βαρυποινίτης, σειώντας πάνου κάτου με πικρό παράπονο ταχτένιστό του κεφάλι. — Μάβρη κι αράχνη! είπ' ένας άλλος. Μας έδινε ενού ενού το χέρι, μας εφίλειε δακρυσμένος από μεγάλη του συγκίνηση. Να πάρη να φύγη, που τον έβιαζε κι ο Αρχιφύλακας να κάνη αναγκαστά. Έδοσε το χέρι και στον Ψυχομάνη. Αφτός κάτι του ψιψίρισε σταφτί και τον αποτράβηξε παράμερα στην αγκωνή.

Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του• 355

Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.

Θύραις ολούθε ανοίγουν Κι' ολούθε τώρα οι χριστιανοί 'ςταίς εκλησιαίς μας σμίγουν 'Στό Μεσολόγγι μοναχά, απόψι διακρίνω Μέσαταις εκκλησιαίς ερμιά, και η ερμιά εκείνη Βαρύ κρυφό παράπονο κατάκαρδα μου αφίνει Που ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω Και μου ραγίζεται η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι Με πνίγουν μέσ' ς'τα στήθηα μου. Καϋμένο Μεσολόγγι!

Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρη άκρη μέσα σταταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβη τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της τώχε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τάπνιγε μέσα του, περήφανος κι' ακατάδεχτος στον πόνο του.

Μεγάλη πίκρα ήτανε χυμένη στο παλάτι. Κ' η γρηά η βασίλισσα απ' το κακό της αρρώστησε και πέθανε. Και κλείνοντας τα μάτια της, έλεγε με παράπονο: — Αλλοίμονο, παιδί μου, και σα γυρίσης απ' τον πόλεμο και σα σου βάλη ο βασιλέας την κορώνα του, πού θάβρω εγώ το ταξιμο που σούταξα να σου το δώσω; Καλύτερα να κλείσω τα μάπα μου να μην ιδούνε τη ντροπή μου.

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Επίστεψα πως μ' εκύταζε κατάματα, πως εμιλούσε θλιμμένα, πως μ' έβριζε παραπονιάρικα: — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ... — Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας τον σταυρό μου. Ηθέλησα να φύγω· αλλά δεν εβάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα εκόλλησε στ' ορθολίθι και τα μάτια μου, τ' αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, κολακευμένη άκουε το μελαγχολικό παράπονο: — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ...

Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ «μεκεκεεέ, » η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζωνται στα γέλοια, κι' η Γριά τους είπε με παράπονο: — Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού που είστε σεις, αλλά σειςζωή νάχετεθαρθήτε εδώ που είμαι εγώ!...

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν