Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Αλλ' είσαστε, άρχοντες, άνδρες με μεγάλη γνώσι και μπορείτε καλά να κρίνετε αυτά τα θαύματα. Ενίκησε τον Μόρχολτ: να ένα ωραίο ανδραγάθημα. Αλλά με ποιες μαγείες κατώρθωσε, σχεδόν πεθαμμένος, να ταξιδέψη καταμόναχος μέσα στη θάλασσα; Ποιος από μας, άρχοντες, θα μπορούσε να διευθύνη μια βάρκα χωρίς πανιά και χωρίς κουπιά; Οι μάγοι μπορούν μοναχά, καθώς λένε.

Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστάτην πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός.

Ο Συρόκος έβγαζε στοιχειά τα κύματα· ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος εχαμήλωσεν ως τα ξάρτια, έπνιξεν όλα στην υγρασία και τους ατμούς. Το κατάστρωμα εγλύστραε κατάβροχο σαν να ήταν πλυμένο, με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το δοιάκι επλημμύρισαν στον ίδρωτα· εμούσκεψαν τα πανιά, τα σχοινιά εφούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια. — Μπρε!

Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.

Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

— 'Γώ να σου πω φοβήθηκα κομμάτι, απήντησε και ο άλλος ποιμήν, πλησιάσας και αυτός υπό την κάπαν του αντικρύ, γιατί έφερνε γύρωτο Κάστρο σαν νάθελε να βγάλη όξω ανθρώπους. — Ήταν από την μπονάτσα. Δεν εδούλευαν καλά τα πανιά. — Μπε! μπε! ανεμίχθησαν οξείαι φωναί εις την ομιλίαν. Και ήλθε το παιδίον τρέχον υπό την μικράν του κάπαν, δύο αρτιγέννητα αιγίδια φέρον εις τας αγκάλας.

Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο. Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες.

Ως τόσον ο καραβοκύρης αφού έλαβεν όλους μέσα εις το πλοίον από το καΐκι και εμένα μη βλέποντάς με αλλά πιστεύοντας ότι επνίγηκα, έκαμε πανιά, και έξαφνα ένας δυνατός άνεμος έπνευσε, και εις ολίγον διάστημα το έχασα από τα μάτια μου.

Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν πολλά αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με πολλά κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις οποίες εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα. Και αφού ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να γυρίσωμεν εις την Μπάσραν. &Συμβεβηκός Ζ'. του Αμπουλβάρη.&

Θέλω ν' αρμενίσω στην άγνωστη θάλασσα... Θέλω να με πάνε τα κύματα μακρυά, μακρυά, καταμόναχο. Σε ποιον τόπο; δεν ξέρω, αλλά κει που ίσως θα βρω τη γιατρειά μου. Και ίσως μια μέρα θα σας υπηρετήσω ακόμη, ωραίε θείε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Παρακάλεσε τόσο θερμά, που στο τέλος ο Βασιληάς Μάρκος τούκανε το θέλημά του. Τον έφερε σε μια βάρκα δίχως πανιά και δίχως κουπιά.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν