Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.

Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέροΣταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε.

Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.

Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα.

Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος. — Τι βοήθεια να τους κάμουνε; είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Από τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανάσης έγιν' ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ' του Κουρούπη.

Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, εύρων εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, νάχης την ευχή μου, να πης του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, ναρθή από δω, τόνε θέλω να τ' πω;... Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του. — Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κ' εγώ να πάω να ιδώ μη μώχη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ' απόψε.

Είχε δεν είχε, τον πήρε και πήγαν ως το κελλί του Εφημέριου μέσα στης εκκλησιάς την αυλή. Κάθουνταν ο γέρος ο Πάτερ Χαράλαμπος στο πεζούλι του, και μάζευε μέσα του ήλιο για το χειμώνα. Ζυγώνει μονάχος του πρώτα ο Πανάγος, και χώνουνται στην κουβέντα.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση.

Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά. — Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής; — Όχι, ξεμολογιέμαι. — Αι και τι; ξομολόγος είμαι; — Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις; — Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν