Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;

Έκαστος δε βεβαίως από κάθε άλλην φοράν πηδά ελαφρότερα και φαιδρύνεται και φορτώνεται παρρησιαστικότητα και απροσεξίαν διά τους πλησίον του μέσα εις αυτήν την διάθεσιν, απαιτεί δε να αναδειχθή άρχων ικανός και διά τον εαυτόν του και διά τους άλλους. Αμέ τι άλλο;

Πώς σ' ενθυμούμαι, ω Αζόφ και Τάναϊ, ακόμη! κάθε ημέρα κίνησις και νέο πανηγύρι· από σιτάρι κι' άχυρο εστρώνοντο οι δρόμοι, και έτρεχαν οι έμποροι, και έτρεχαν κι' οι χοίροι. Από καράβια φαίνεται ο ποταμός κλεισμένος, κι' αν κάπου κάπου έξαφνα παφλάζη με ορμή, βλέπεις εκεί να λούζεται ξανθόκομος παρθένος, και να πηδά μες 'στους αφρούς αφρόπλαστο κορμί.

Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.

Ο άνθρωπος εκεί αφίνει το αίσθημά του ελεύθερον να πετά, να πηδά, να χορεύη, να τραγουδή, ως πετώσι και πηδώσι και χορεύουσι και τραγουδούσι τα ελεύθερα πουλιά κυνηγούμενα μεταξύ των μίαν ωραίαν πρωίαν από 'κλάδου εις κλάδον.

Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν.

Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει 310 Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν μέσα στο στόμα του φιδιού.

Θα την εκακομεταχειρίσθη, παππού· να ιδής πόσον καλά εννοεί, ότι εγώ αγαπώ και περιποιούμαι το παιδάκι της και έρχεται και παίζει και πηδά και αυτή μαζί μας. Είνε μια χαρά να την βλέπη κανείς! Θα εννοήση, ότι θα την φέρω πάλιν οπίσω εις το παιδί της και δεν θα με ρίψη εμένα.

Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας «Ωχ ωχ, ο σκύλος τι αλαφρύς! βουτιές που σου τις παίρνει. 745 Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τι λόγος, ένα πλήθος θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιας είναι οργιές το βάθος, σαν που στον κάμπο να! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα. Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια750

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν