United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Γιατί όταν έφτανε στον τελευταίο στίχο, το πήγαινε πια στα τέσσερα, τόσο γλήγορα, τόσο γλήγορα, σα να ήθελε να φάη την τελευταία λέξη και να την κρατήση για τον εαυτό του. Το πιάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθήση και τούτο γιατί τα δυο ζευγάρια κάλτσες τα νόμιζε δικά του και το στίχο ολάκερο τον έπαιρνε σαν υπαινιγμό.

Το καζάνι της νέας ρωμιοσύνης έβραζε ακόμα, και χοχλακίζανε μέσα του ταρίθμητά της στοιχεία, πολιτισμένα και βάρβαρα· εκεί λοιπόν που πήγαινε ομπρός το εθνικό αυτό λαμπικάρισμα, ξεφύτρωναν ξεθυμασμένοι φιλόσοφοι και μας χύνανε νερό στη φωτιά. Τους χτύπησε ο Ιουστινιανός μ' όλη τη δύναμη του.

Κάηκε κι αυτό, και δυο φορές μάλιστα· μια στον καιρό του Αρκαδίου απάνω στον καταδιωγμό του Χρυσοστόμου· έπειτα πάλι στου Νίκα τη Στάση. Από το Σενάτο ξεκινούσε η μαρμάρινη η στοά και πήγαινε ως το τρίτο χτίριο, το Πατριαρχείο. Αυτό πρέπει νάβλεπε κατά την πίσω μεριά, προς το «Μίλιον». Έξοχο χτίριο κι' αυτό, με καταστόλιστα τρίκλινα και τριγυρισμένο περιβόλια.

Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα, και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό μνήμα.

Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τι γίνεται σήμερα. ΦΛΕΡΗΣΜη γκρινιάζης, άνθρωπε του θεού. Μη γκρινιάζης. Παύσε πια. Πάρε τις βαλίτσες και πήγαινε τις μέσα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΜια ζωή αυτό γίνεται. Αυτό ξέρω γω. Όμως καιρός είναι θαρρώ να ησυχάσουμε, να ρίξουμε την άγκουρα. Γεράσαμε, κύριε Τάσσο. Δεν το κατάλαβες; Γεράσαμε. ΦΛΕΡΗΣΈφυγε το βαπόρι; Έφυγε.

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Τ' ακούς και συ; Κάτι ψιθυρίζει το πουλάκι, ε, ναι, ω! ώ! πως είδες και άλλα πράγματα και δε μου τα λες. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, το πουλάκι λέγει ψέματα. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεξε καλά! ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, μην το πιστεύης· λέει ψέματα σε βεβαιώνω. ΑΡΓΓΑΝ Καλά, θα το δούμε. Πήγαινε και πρόσεξε καλά εις όλα. Πήγαινε. Τι γίνεται, τι γίνεται! Δε θα μπορώ πεια να συλλογίζωμαι την αρρώστεια μου με την άνεσί μου.

Αρχίζουν τότες οι Αρειανοί τα παλιά τους, ξαναβγάζουνε στη μέση τους ψευτοκανόνες της Τύρος, κηρύχνουν το θρόνο της Αλεξάντρειας χερεμένο, και διορίζουν Αρχιερέα κάποιο Γρηγόριο. Τότες ο Αθανάσιος καταφεύγει στον άλλο αδερφό, τον Κώστα της Ιταλίας. Ο Κωστάντιος δίσταζε ακόμα, και πήγαινε μια από τόνα το μέρος και μια από τάλλο.

ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!