Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Διά μιας όλα μέσα μου μεταβάλλονται. Κάποτε φαίνεται ότι θα ρίξη πάλι φως ένα χαρούμενο βλέμμα της ζωής, αχ! μόνο για μια στιγμή! — Όταν έτσι χάνωμαι σε όνειρα δεν δύναμαι ν' απομακρυνθώ απ' αυτή τη σκέψη: τι θα εγίνετο, αν ο Αλβέρτος πέθαινε; Θα εγίνετο! ναι, αυτή θα εγίνετο — και τότε ακολουθώ το φάντασμα, έως ότου με φέρη εις αβύσσους, προ των οποίων τρέμοντας οπισθοχωρώ.
Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την….» Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας.
Ψαχούλευε τη γη και άρχισε να βήχει και να ξερνάει αίμα∙ το πρόσωπό του ήταν μπλάβο, αλλοιωμένο. Ο Τζατσίντο νόμισε ότι πέθαινε. Τον ανασήκωσε, τον ακούμπησε με τις πλάτες στον τοίχο, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταζε. «Πες το μου! Πες το μου!», ρέγχαζε ο Έφις ανασηκώνοντας τις ματωμένες του παλάμες. «Η μάνα σου σου το είπε; Πες μου τουλάχιστον ότι δεν ήταν εκείνη.» Ο Τζατσίντο ένευσε όχι.
Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.
Μακρυά της, ήξερε ότι ο θάνατός του ήτανε βέβαιος και προσεχής. Καλλίτερα να πέθαινε με μιας, παρά σιγά- σιγά κάθε μέρα. Όποιος ζη με πόνο είναι σαν πεθαμμένος. Ο Τριστάνος επιθυμεί το θάνατο, θέλει το θάνατο. Αλλ' ας μάθη τουλάχιστον η Βασίλισσα ότι πέθανε για την αγάπη της. Ας το μάθη! Ο θάνατός του θα είναι έτσι πειο γλυκός.
Και είμαι εγώ εκείνος που τα σκάρωσε όλα!» Στην πόρτα η Νοέμι έστρεψε για να του κάνει αντίο με το χρυσό σταυρό. Αντίο. Κι εκείνος, όπως συνέβη και με τον Τζατσίντο, σχημάτισε την εντύπωση πως εκείνη ήταν που πέθαινε. Έβγαιναν όλοι, έφευγαν. Η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, σαν να ήθελε να τον σκεπάσει με τις μαύρες φτερούγες της. «Θα γυρίσω σύντομα, εγώ, μόλις τους συνοδεύσω.
Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά.
Και θάφηνε η δικαιοσύνη του Θεού κη άπειρη καλωσύνη της Παναγίας να γίνη ένα τόσο μεγάλο άδικο; Τόσοι κακοί άνθρωποι ζούσαν και θα πέθαινε τόσο σκληρά μια κοπελιά που δεν έκαμε κακό ανθρώπου; Πόσες φορές αργότερα μου δόθηκεν αφορμή να κάμω αυτό το συλλογισμό, έως όπου έφτασα στην ανυπαρξία ανώτερης δικαιοσύνης, αλλά και χωρίς να πάψω να πιστεύω στην ανώτερη αξία της καλωσύνης!
Αλλά και να χάση την πίστη του έτσι; Ο πατέρας του κοι πρόγονοί τον με τόσα που υπόφεραν εφύλαξαν τη θρησκεία των· κιαυτός για μια φοβέρα θαλλαξοπίστιζε; Πάλι όμως δεν εύρισκε μέσα του αυταπάρνηση μαρτυρική· κι άμα έφτανε στη σκέψη να παρακούση τον τύραννο κιας πέθαινε για τη πίστη του, ξέφευγε και ζητούσε τρόπο να σώση και την πίστη και τη ζωή του.
Τώρα στον ίδιον που έλαχε να βασιλεύω θρόνον, που αυτός βασίλευε, την ίδιαν κλίνη την ίδια ακόμη σύζυγον μ’ εκείνον να ’χω, κι αν άκληρος δεν πέθαινε, θα ’ταν αδέλφια τα τέκνα του που θα ’καμνε με τα δικά μου° τον έχει δαμασμένο ωιμέ η κακή τύχη τον Λάιον° μα πατέρα μου σα να τον είχα θα προσπαθήσω το φονιά του Λαΐου να πιάσω, του Λαΐου, όπου ο Λάβδακος έχει γεννήσει, του Πολυδώρου το παιδί, όπου κρατάει από του Κάδμου τη γενιά κι απ’ τον παλιόν Αγήνορα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν