Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Της φιλοχρίστου Βασιλίδος πολλά τα έτη. Κύριε ελέησον. Βασιλεύ ουράνιε, δος ημίν επίγειον αφιλάργυρον Βασιλέα τη Οικουμένη». Ξαναρχίζει πάλε ο γραμματικός τις συβουλές του, ναφήσουν τους φρόνιμους να διαλέξουνε διάδοχο με προσοχή και με στοχασιά, τους λέει τέλος να κάμουν υπομονή ωσότου να γίνη η θανή, μην παν κ' εκλέξουν κανέναν που βγη ανάξιος και μετανοιώνουν κατόπι.

Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ημπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ' εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα... Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την θάλασσα! Και αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων της!

1 Στρατιωτικά και δοικητικά του έχτου αιώνα Από δυο στοιχεία είταν καμωμένος ο βυζαντινός στρατός· από ντόπιους ταχτικούς κι από άταχτους ξένους, δηλαδή Φοιδεράτους. Μα δεν είταν πάλε μήτε οι ταχτικοί όλως διόλου καθαροί από ξένους μήτε οι ξένοι από ντόπιους.

Τι φτειάνεις εκεί κάτω; Τάβαλες πάλε με κανένα δάσκαλο; Σου βγήκε πάλε στη μέση το Χατζηδουλάκι του Κόντου, ή ξετρύπωσε άξαφνα κανένα άγνωστο Νεροποντίκι από μέσα από τις λάσπες; Καμιά φορά μου στέλνουν και μένα οι βρεκεκεξιάρηδες κάτι φυλλάδες που σε χτυπούν. Εγώ τους το είπα· δε μου αρέσουν αφτά. Να κοπιάζης μέρα νύχτα για μας και να σε λεν τέτοιες αηδίες, δεν ταιριάζει κ' είναι ντροπή.

Το πρώτο το είχε ακουσμένο πρι να ξεκινήση από της θειας της, και ταρμήνευε μοναχή της. Ή ο Μιχάλης, έλεγε τότε διαβαίνοντας, ή ο Δημήτρης. Ο Μιχάλης δεν μπορεί να είναι, αυτός ξεφάντωνε πάλε μαζί του εψές. Είνε ο Δημήτρης που μήτε τη μια μήτε την άλλη τη βραδινή δε φάνηκε στης Μιχάλαινας, από το θυμό του. Ο Δημήτρης είνε. Καλά του την έφτιαξε, του ψωροπερήφανου! Να μάθη αυτός.

Άμα ήρθε η είδηση της καταστροφής, γέμισε πάλε η Πρωτεύουσα αγριεμένους Ισαύρους, όσοι έμνησκαν ακόμα σταπάνω τα μέρη. Διάταγμα λοιπόν αμέσως ο Αναστάσιος να ξοριστούν όλοι τους, μαζί και του Ζήνωνα η φαμελιά. Τέλος όμως πιάστικαν οι δυο αρχηγοί Λογγίνος κι Αθηνόδωρος, κ' έπαψε κι αυτός ο πόλεμος. Οι πιώτεροι Ισαύροι μετεφέρθηκαν τότε στη Θράκη, κι αποκαταστάθηκαν εκεί, δίχως πλερωμή όμως τώρα.

Αποκρίθηκε ο Εφημέριος πως είνε μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες τόρριξ' εκεί απάνω εξ αιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ Πανάγο να την πάρη, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξ αιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κ' έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κ' ελιές.

Μέλι γάλα. Την ώρα που μου χρειάστηκε η καλωσύνη της μ' απόλειψε. Γυναίκες, βλέπεις. Κόσμος. Ξένοι. Όλοι ξένοι γίνονται σα δεν έχης τον τρόπο σου. Πάλε καλά, είπα μέσα μου. Σα μου μαγερεύη, και τρώω, καλωσύνη της. Ας είνε. Τι λέγαμε; Καλωσύνες, καλωσύνες... Κοντοστάθηκε πάλι μια στιγμή: — Εψές, που λες, γύρισα μεσημέρι στο καλύβι μου. Κακοκαιρίες, αέρηδες, ούτε μαρίδα τσίμπησε ταγκίστρι μου.

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της την ποδιά.

Και πάλε μ' ένα της χτύπο η καρδιά του τού γέννησε μια και μονάχη όρεξη, να χυμίξη ατός του, κι από το καρύδι δράχνοντάς την τη νύφη του τη Μιχάλαινα, να την πνίξη σαν όρνιθα, να γλυτώσουν από την ατιμία κι ο αδερφός του κι αυτός. Την αχάριστη τη σκύλα, τη δίγνωμη, τη διπρόσωπη, την κοκκινομαλλού. Ως και τα μαλλιά της από ξανθουλά τάβλεπε τώρα κόκκινα ο Δημήτρης.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν