Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ομιλήστε μου μάλλον διά την κυρίαν Ζοαγέλ. Αυτή ήτο πολύ φρόνιμη, όπως όλος ο κόσμος το ξέρει. Είχε μόνον μια βίδα, που διεσκέδαζε τους ανθρώπους, οι οποίοι την επλησίαζαν. Είχε παρατηρήσει κατόπιν ωρίμου σκέψεως ότι είχε μεταβληθή εις μικρόν κόκκορα. Ουχ ήττον αν και μικρός κόκκορας ήτο λογικωτάτη προς εαυτήν. Κοκορικό, κοκορικό, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο.

Δυο μέρες, ο Τριστάνος κι' ο Γκορνεβάλης πέρασαν τα χωράφια και της πολιτείες χωρίς να ιδούν ψυχή, άνθρωπο, σκύλλο, κόκκορα. Την τρίτη μέρα, κατά το δείλι, πλησίασαν σ' ένα λόφο όπου υψωνότανε ένα παληό εξωκκλήσι, και πολύ κοντά το οίκημα ενός ερημίτη. Ο ερημίτης δε φορούσε φορέματα από υφάσματα, παρά μόνον ένα τομάρι γίδας και μάλλινα κουρέλια στη ράχι.

Ένας σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί», πολίτης, με το παλτό ριχμένο στην πλάτη και τη σταχτιά ρεμπούπλικα με τα δυο δάχτυλα -θλίψη στο κεφάλι πίσω, να παίρνη αέρα η αφέλεια, καθόντουσαν κοντά του στο μακρύ τον μπάγκο μπρος το τραπέζι, με τόνα χέρι στο ποτήρι, και λέγανε με σεκλέτι και μεράκι, κυττάζοντας ο ένας τον άλλονε στο στόμα: «. . . που είναι άσπρη και-αι παχειάαα !. . .» «Άιντε ρε και το σκότωσες!», είπε, καμμιά φορά, κόβοντας το βλαμάκη του, ο πιο τεχνίτης. . . Και μέσ' από το βόμβο που έκαναν τα τραγούδια κ’ οι κουβέντες, με τις γροθιές χτυπητές στα τραπέζια, και τα καπάκια των τεντζερέδων και τα μαχαιροπήρουνα, που τα ρίχνανε σωρό μες το θερμό, και το ψωμομάχαιρο πούκοβε τα πεντάρικα και τα δεκάρικα ψωμιά και τα μισοκάρβελα απάνω στη σανίδα, και των μουστερήδων οι παραγγελίες κ' οι φωνές των σερβιτόρων που ξεφώνιζαν απ’ την άλλη άκρη τη «μια στιφάδοκαι τη «μια πατάτες γιαχνίκαι το «ένα κουνουπίδικαι «οι μαρίδες να γίνη ζωμόνκαι «πιάσε μία κούπα αποσταμένο», καθώς τόθελαν οι παλαιοί οι μερακλήδες, και τις «μισές» και τις «οκάδες» για τους κρασοπατέρες, ξεχώριζε κάθε λίγο, σαν του κόκκορα ο ψαλμός μέσ' απ’ τη χλαλοή του κοτετσίου, το διάτορο και καμπανιστό λιανοτράγουδο του κάπελα : «Πω-πω-πω ! μωρ' τ’ είν' ετούτη ! Βάζει δόντια του φαφούτη!. . .» Τι απλή που φαινόταν η ζωή, τι ζεστή και τι γλυκειά ανάμεσα σ' αυτούς τους αφελείς ανθρώπους ! Δεν ήπιατε ποτέ σας γάλα απ’ το βυζί της αγελάδας; Δεν ήπιατε ποτέ σας νερό απ' τη δασοκρήνη που σιγοκελαϊδεί μέσα στα πολυτρίχια ; Δεν καθήσατε στο ησκιερό κατώφλι, αποσταμένοι απ’ την ανηφοριά του δρόμου ; Κάτω απ'τον πεύκο δεν εγείρατε τον αγαθό, που απλώνει τα γέρικα του κλώνια με τις τρεμοβελόνες, τις ηλιοστάλαγες κι ανεμοτραγουδίστρες να σας περισκεπάση απ' το κακό του Κόσμου; Έτσι αισθάνεται όποιος περνάει απ’της ζωής αυτής το μονοπάτι.

Τόνοιωθαν κ' εκείνα· άρχισαν κ' εκείνα να τ' αποζητούν το καινούριο. Το είχαν βλέπεις στο αίμα τους. Ε τι γίνηκε σα ρίξαμε το θεμέλιο! Λίρα εγώ, λίρα ο μακαρίτης, κολλωνάτα τα παιδιά. Σφάξαμε και τον κόκκορα, έναν κόκκορα τόσον δα! στοιχειό μονάχο. Κι από τότε πού να βρούμε ησυχία. Μέρα νύχτα το σπίτι μπροστά μας· όσο ψήλωνε, ψήλωνε κ' εμάς τόνειρό μας. Και τώρα έμπαινα σα νάμπαινα στον Παράδεισο.

Κι όταν πια αργά ο Δάφνης ένοιωσε τι ήθελεν ο Γνάθωνας, τούλεγεν ότι φυσικό είναι να καβαλικεύουν οι τράγοι τις γίδες· μα κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να καβαλικεύη τράγο, μήτε κριάρι αντί προβατίνες κριάρι, μήτε κόκκορα αντί για όρνιθες κόκκορα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν