Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Κυττάχτε την πανούργα, που έβαλε σε πράξι τη μία με την άλλη της πονηρές της τέχνες: επήγε από φόβο στο θεϊκό βωμό, για όσα έχει πράξη να μην τιμωρηθή• μα ούτ' ο ναός του Φοίβου σωτήρας θα σου γίνη, ούτε κι' ο βωμός του θα σώση πεια εσέ! Περσότερο λυπάμαι τη μάννα μου από σένα, γιατί και χωρισμένος που είμαι από κείνη, δεν παύω τόνομά της συχνά να το καλώ.
Να γίνη βασιληάς εκεί ελπίζει, ο κλέφτης! ξένους κόπους να κορδίζη! Κυττάχτε σεις που τραγουδείτε στον κάθε άνομο έρωτά μας όλο κακόηχα τραγούδια για τα κρεββάτια τα δικά μας, πως των ανδρών εγώ τους άδικους τους έρωτες με σεβασμό υπομένω• και τώρα πεια ας πέση απάνω τους κάθε τραγούδι καταφρονεμένο, κ' η μούσες όλην την κακογλωσσιά τους ας ρίξουν στα κρεββάτια τα δικά τους.
Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».
Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.
Και όμως, ναι, για το λαό εμίλησε καλά: «Κυττάχτε με! έχω κ' εγώ ανάγκη από ψιλά• μα σας το λέγω παστρικά: να σώσετε την πόλι και τους πολίτες• κ'οι γυμνοί όταν θα πάρουν όλοι, σαν πιάση βαρυχειμωνιά, απ' τους εμπόρους χλαίνας, ε, δεν θα πάρη από μας πλευρίτωμα κανένας.
Ο Τριστάνος της χαιρέτησε, αντιχαιρέτισαν εκείνες, κ' έπειτα οι δυο ιππότες κάθησαν δίπλα τους. Ο Καερδέν δείχνοντας τ' ωραίο τούλι που κεντούσε η μητέρα του: «Κυττάχτε, είπε, ωραίε φίλε Τριστάνε, τι εργάτισα είναι η μητέρα μου. Πώς ξέρει θαυμάσια να στολίζη τα πετραχείλια και τ' άμφια, για να τα χαρίζη στα φτωχά μοναστήρια.
Κυττάχτε κει εκατό ιππότες από ψηλή γενειά έτοιμους να ορκισθούν στα λείψανα των Αγίων: ότι ο Βασιληάς Μάρκος στέλνει ειρήνη και αγάπη, και ότι το θέλημά του είναι να τιμήση την Ιζόλδη σαν αγαπημένη του νόμιμη γυναίκα. Και ότι όλοι οι άντρες της Κορνουάλλης θα την υπηρετήσουν σαν κυρία τους και σαν βασίλισσά τους!»
Τη δεύτερη φορά η Βασίλισσα αναγνώρισε το δαχτυλίδι με το πράσινο πετράδι. Τότε βαρυέστησε το παιγνίδι. Σκούντησε ελαφρά το χέρι του Ντινάς με τέτοιον τρόπο που πολλά κομμάτια έπεσαν με αταξία δω κ' εκεί. «Κυττάχτε, αυλάρχη· μου χαλάσατε το παιγνίδι, είπε, και δε μπορώ πεια να το εξακολουθήσω».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τι έχεις, Τουανέττα; γιατί κλαις; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αλλοίμονο! έχω να σου πω μια θλιβερή είδησι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ε! Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πατέρας σας . . . . πέθανε . . . . ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ο πατέρας μου πέθανε; Τι λες, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, κυττάχτε τον εκεί. Τώρα μόλις εξεψύχησε, ύστερα από μια λιποθυμία, που τον έπιασε. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Θεέ μου! τι δυστυχία! τι σκληρό κτύπημα!
Όταν μπήκε μέσα στο φρούριο, παίζοντας με το ρόπαλό του, βαλέδες και ιπποκόμοι μαζεύτηκαν στο πέρασμά του, και τον κυνηγούσαν σαν λύκο από δω κι' από κει. «Κυττάχτε τον τρελλό, χου, χου, χου!» Του ρίχνουν πέτρες, τον χτυπούν με τα ραβδιά. Αλλά τους ξεφεύγει με τρόπο: αν του επιτίθενται, από τ' αριστερά, γυρίζει και χτυπάει δεξιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν