Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.
Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι. Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο.
Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς.
Ο μαυροναύκληρος όταν έφτασε κυτάζει προσεχτικά· τι να ιδή; Ο καλήτερος κόσμος επήγαινεν εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες στολές και τα σοβαρά τους πρόσωπα.
Και πάλι τον κυτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την αγριόχρωμη λαλιά του: Τάω — τω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πίνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω! Έλα, βλάμη, σήκω, σήκω να μοιράσουμε! .. Ασκί του Αιόλου έγινε τόρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλυσε δυνατόν άνεμο. Εφούσκωσεν ευθύς το ράθυμο πανί, αναταράχθηκε η θάλασσα και το μυστικό επέταξε βέλος από το αυλάκι στ' ανοιχτά.
ΑΓΟΡ. Είνε τόσον κατσουφιασμένος και άγριος, ώστε φοβούμαι να μη με γαυγίση ή και να με δαγκάση, αν πλησιάσω. Δεν βλέπεις πως εσήκωσε το ραβδί και συνεφρυώθη και κυτάζει κατά τρόπον άγριον και απειλητικόν; ΕΡΜ. Μη φοβάσαι• είνε ημερωμένος. ΑΓΟΡ. Δεν μου λες, καλέ μου άνθρωπε, από πού είσαι; ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Απ' όπου θέλεις. ΑΓΟΡ. Τι εννοείς; ΔίΟΓ. Έχεις ενώπιόν σου ένα πολίτην του κόσμου.
Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός και φύλακας ως τον τάφο του. Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν Λαχτάρας.
Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες! Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο.
Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να την ακούς. Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα. — Ξέρει τραγούδια; — Θάλασσα. — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή; — Γαλανή. Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με τόσον πόθο την αγαπητική του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν