Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Στα βιβλία μας μέσα, και το νου μας θα χύσουμε και την καρδιά μας, ώςπου να γίνη ζωή το χαρτί μας. Οι κυρίες πρέπει μαζί μας να είναι. Δεν το είπαμε κι αλλού; Από τη μάννα θα μάθη το παιδί, και για κείνες θα γράφουν τα χρυσά βιβλία της αγάπης, που σαν της άνοιξης τα ρόδα θα μυρίζουν. Η φιλολογία μας θα είναι δική τους και να το ξέρουν. Τι ωραία που φιλονικούν οι κυρίες!
Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!
Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.
Αυτές οι δύο όμως μεταξύ τους, στα κρυφά, παραδέχονταν ότι φαινόταν να τον είχαν μαγέψει, αφού συνέχιζε να στέλνει πολλά δώρα στις κυρίες Πιντόρ, και σχολίαζαν χαμηλόφωνα τον Έφις: όλα είναι πιθανά σ’ αυτόν τον κόσμο, και ο Έφις αγαπούσε τις κυράδες του τόσο, που θα μπορούσε για χάρη τους ακόμη και μάγια να κάνει. Τα πήγαινε-έλα του με τον ντον Πρέντου έβαζαν κυρίως σε υποψίες τις υπηρέτριες.
Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.
Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.
Η μητέρα μου ήτανε ακόμη αρκετά όμορφη: οι κυρίες της τιμής, οι καμαριέρες μας είχαν περισσότερα θέλγητρα απ' όσα μπορεί κανείς να βρη σ' όλη την Αφρική: όσο για μένα ήμουνα θαμπωτική, ήμουνα η ίδια ομορφιά, η ίδια χάρη κ' ήμουνα κορίτσι. Δεν έμεινα για πολύ. Αυτό το άνθος, που ήτανε φυλαγμένο για τον ωραίο πρίγκιπα της Μάσσα-Καρράρας, μου πάρθηκε από τον κουρσάρο καπετάνιο.
Ήταν πάλι η γριά Ποτόι που ερχόταν να μάθει νέα του Τζατσίντο. Προχώρησε σαν σκιά, αλλά θα πρέπει να είχε αφήσει κάποιον έξω επειδή έστρεψε να κοιτάξει, ενώ οι κυρίες αποσύρονταν αγανακτισμένες. «Εδώ και πέντε μέρες το παλικάρι λείπει και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται!
Δεν ταιριάζει να τις το λέμε. Εγώ ντρέπομαι να μιλώ για γλωσσολογία και γραμματική με τις κυρίες, γιατί θα μοιάζω δάσκαλος και δεν είναι και δουλειά τους. Παιδιά, άλλο πρέπει να τις πούμε. Να τις πούμε πως γράφουμε τη δημοτική, γιατί έτσι μας αρέσει. Και γιατί τάχατις έτσι να μας αρέση; Μας αρέσει έτσι, γιατί πολύ πιο δύσκολο είναι να γράφουμε τη δημοτική.
Ο Έφις τη κοίταξε μια στιγμή, όπως είχε κοιτάξει τη Στεφάνα, και δεν απάντησε. «Αυτό που με στενοχωρεί είναι που οι κυρίες Πιντόρ μας κρατάνε κακία», είπε η γριά, κοιτάζοντας πάλι εκεί πάνω. «Εμάς μας έχουν διώξει και μόνο ο Τσουαναντόνι μπορεί καμιά φορά να μπει στο σπίτι τους που είναι πιο κλειστό και από το Κάστρο στα χρόνια των Βαρόνων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν