Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του.
Στοχαζόμενος επάνω εις τούτα τα λόγια που μου είπεν ο γέρων, εβγήκα χωρίς να απεικάσω από την χώραν, και επήγα και εμβήκα εις ένα κοιμητήρι μεγάλον, αποφασισμένος να μείνω εκεί την νύκτα. Έφαγα το ψωμί με ολίγην όρεξιν, τον καιρόν που έπρεπε να την είχα μεγάλην· έπειτα επλάγιασα σιμά εις ένα τάφον με το κεφάλι ακουμπισμένον εις ένα σωρόν πέτρες.
Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι της τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν είσθαι αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που είχαμεν προς τον βασιλέα μας.
Γι’ αυτό πήγε στην Καλίνα, την τοκογλύφο, σταματώντας να πει μια καλημέρα στην γιαγιά του αγοριού που του φύλαγε το κτήμα. Ψηλή και λιπόσαρκη, με πρόσωπο αρχαίας αιγύπτιας πλαισιωμένο από μια μαύρη μαντίλα που οι άκρες της ήταν δεμένες πάνω στο κεφάλι, η γριά έγνεθε καθισμένη στο σκαλάκι του χαμόσπιτού της από μαυρισμένες πέτρες.
Τούτο το φοβερόν τέρας ήτον ένα Τελώνιον εναέριον από εκείνα τα πονηρά και ασελγή· ήτον μαύρον και φοβερόν, και εβαστούσεν επάνω εις το κεφάλι του μίαν πολύ μεγάλην κασέλαν γυάλινην, κλεισμένην με τέσσαρες κλειδονιές σιδερένιες· έφθασεν εις το λιβάδι, και απέθεσε την κασέλαν υποκάτω εις το δένδρον, εις του οποίου την κορυφήν ήσαν εκείνοι οι δύο Ρηγάδες, οι οποίοι βλέποντες τον κίνδυνον οπού ευρίσκοντο εστοχάσθησαν ότι είνε χαμένοι παντελώς.
Ενώ όμως μιλούσε με τη μάνα μου, πλησίασα στην καθέκλα της και πήρα στάση παραπονετική. Διψούσα τα φιλιά της. Το κατάλαβε και ταγαπημένο της χέρι απλώθηκε πάλι στο κεφάλι μου. Επήρα θάρρος και κινήθηκα προς την αγκαλιά της· αλλά το ίδιο χέρι μέσπρωξε απαλά. — Όι, Γιωργή μου, δεν κάνει. Δεν τώπαμε πως εδά' σαι μεγάλος και δεν είσαι μπλειο για φιλιά;
Θυμάσαι; Μια βραδυά που ήσουν μεθυσμένος, να σε φιλήσω ρίχτηκα και ο Καίσαρας μου τίναξ' ωργισμένος στο κεφάλι το χρυσό του το ποτήρι. Ερωτευμένος μου φαινόσουνα με άλλη. Πάντα μακρυά τραβιώσουνα από μένα, μ' απόφευγες. ΑΓ. ΔΗΜ. Έχω ξαναγεννηθή! Να με φλογίζη νοιώθω μέσα στο κορμί μου το θείο φως!
Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.
Έπειτα πρέπει και να ομολογήσω ότι μ' ενοχλεί πολύ και ο ήλιος, όπως μούρχεται φλογερός στο γυμνό κεφάλι• διότι ενόμισα ότι έπρεπε ν' αφήσω το σκιάδι μου στο σπίτι, διά να μη φαίνωμαι μόνος εγώ μεταξύ σας διαφορετικός εις την ενδυμασίαν.
Στον ίδιον καιρό άλλη μικρότερη μάχη, με λαμπρά όμως κι αυτή αποτελέσματα, έγινε στην Περσαρμενία. Ύστερ' απ' αυτές τις δυο χαστουκιές άρχισε η συντυχιά. Δεν πήγε όμως ομπρός, εξ αιτίας 50 χιλιάδες Σαμαρίτες που είτανε παναστατημένοι από τα 529, και τώρα σήκωσαν πάλε κεφάλι και τάζανε να δώσουνε στους Πέρσους όλη την Παλαιστίνη. Ξαναρχίζει λοιπό στα 531 ο πόλεμος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν