Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα. Τα χέρια σας είνε σαν κουλά. Λα, λα, λα, λα, λα. Ψηλά το κεφάλι. Οι μύτες των ποδιών σας απ' έξω. Λα, λα, λα. Ίσιο το κορμί σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι! Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Θαυμάσια! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αλήθεια! μάθετέ μου τις ρεβεράνς που πρέπει να κάνω όταν πρόκειται να χαιρετήσω μια μαρκησία. Θα μου χρειασθή ύστερ' από λίγο.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού την περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι' ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου.

Παρίσταται ακουμβημένος εις μίαν στήλην και εις μεν το αριστερό χέρι κρατεί το τόξον, εις δε το δεξιόν στηρίζει το κεφάλι του ως ν' αναπαύεται από κόπωσιν. Εκ των ασκήσεων δε εκείνη που γίνεται εις την λάσπην λέγεται πάλη• αλλά και εκείνοι που είνε εις την άμμον παλαίουν και αυτοί• οι άλλοι δε εκείνοι που αλληλοκτυπούνται όρθιοι λέγομεν ότι παγκρατιάζουν.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα. Να με λοιπόν! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Έ, μίλησε! Θ' ΓΥΝΗ Έτσι το λες εσύ; Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Για ιδές• κρασί θέλει να πιή! Θ' ΓΥΝΗ Και βέβαια• γιατί φορώ στεφάνι, βρε κουτή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή! γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.

Χέρια και κεφάλι, λαιμός και στήθη κατάζαρκα, μ' ένα μαύρο κι ηλιοκαμμένο δέρμα, με τρύπια γουρνοτσάρουχα στα πόδια. — Για σου καλόπαιδο, μουρμούρισαν κι οι δυο. — Από πού, ώρα καλή, γέροντα; — Η γριά ακούμπησε στο σακκί της λαχανιάζοντας ακόμα από το δρόμο, ο γέρος αποκρίθηκε ξέψυχα: — Απ' το μύλο και στο χωριό, παιδί μου. Αλέσαμε λίγο καλαμπόκι.

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Δε σώνει αφτός στον πύργο που πια απ' τα μάβρα γερατιά μού κοίτεται σακάτης, 435 Μον τώρα να! άλλα βάσανα μού βγήκαν στο κεφάλι.

Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Εμείς είμαστε τα καλάμια και η μοίρα είναι ο άνεμος.» «Ναι, εντάξει∙ γιατί όμως μια τέτοια μοίρα;» «Και ο άνεμος γιατί; Ο Θεός μόνο ξέρει.» «Γενηθήτω, τότε, το θέλημά Του», είπε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι στο στήθος και βλέποντάς την έτσι σκυμμένη, τόσο γριά και θλιμμένη, ο Έφις ένοιωσε σχεδόν δυνατός.

Με διέταξε να την ακολουθήσω σε διάφορα μαγαζιά, και όταν το ζεμπίλι μου γέμισε τελείως, γυρίσαμε σε αυτό το σπίτι, όπου είχατε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να παραμείνω, πράγμα για το οποίο θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Αυτή είναι η ιστορία μου. Κοίταξε ανήσυχα την Ζωηδία, η οποία κούνησε το κεφάλι της και είπε, «Μπορείς να φύγεις· κοίταξε να μην ξανασυναντηθούμε

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν