United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Ας είναι καλά ο δασκαλισμός, πολλοί Ντάντηδες ανέβηκαν τον Παρνασσό σαν τα γίδια, και πολλοί Βολταίροι τιναχτήκανε στον αέρα σα ροκέτες, κ' έσβυσαν πάλι, και πέσανε μαύρη στάχτη απάνω στο χώμα. Πήγαινε, αν τολμάς, και ρώτηξε το φίλο τι δουλειά κάνει. Πάρε τον, αν τολμάς, για μεγάλο Βούλγαρο, Φράγκο, Κινέζο, όποιον άλλον ξέρεις πως δουλεύει με το μεγάλο κεφάλι του.

Αυτός, παιδί μου, είνε με το νου που γεννήθηκε· είπε ο Δημητράκης στην Ελπίδα το βράδυ που του διηγήθηκε την κουβέντα τους· τόσα κακά ξέσπασαν στο κεφάλι του κ' εκείνος τίποτα· το γουδί το γουδοχέρι. — Τι σε μέλλεις είπε η κόρη αφρόντιστα. Αυτά κι αυτά τον βαστούνε τώρα στη ζωή, άλλο τίποτα δεν έχει. Με τα λόγια χτίζ' ανώγεια και κατώγεια...

Πώς θέλω το κεφάλι μου 'στήν πέτρα να κτυπήσω οπόταν βλέπω Χάριτας εμπρός μου και οπίσω, κι' Ερωτιδείς τοξεύοντας, τρελλούς και πτεροφόρους, και τον αέρα ν' ασελγή με των φυτών τους σπόρους. Άκου γλυκά φιλήματα και κύτταξε τι χάδια!... κι' εγώ σακάτης κι' άψυχος τρυγόνων ψάλλω ζεύγη, κι' αν εις παιδίσκην τρυφεράν απλώσω τα ξεράδια «φτου! να χαθής, παληόγερε» φωνάζει και μου φεύγει.

Εκείνος έσφιγγε επάνω του το δισάκι και έσκυβε το κεφάλι ντροπαλός, εκείνη έβγαλε τα γυαλιά, τα έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου και φάνηκε να θέλει ν’ ακουμπήσει στο πλάι του υπηρέτη. Τελικά έστρεψαν και οι δυο το βλέμμα και κοιτάζονταν κι εκείνη έκανε με το κεφάλι ένα νεύμα επίπληξης. «Μπράβο! Γύρισες εδώ κι εκεί και τελικά επέστρεψες!

Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουνπόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες.

Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι.

Είδαν την ημέρα ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι.

ΑΡΓΓΑΝ Μ' έκανες να βγάλω το λάρυγγά μου, κάθαρμα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Και σεις μ' εκάνατε να σπάσω το κεφάλι μου. Είμαστε και οι δυο στην ίδια κατηγορία. Μ' άλλα λόγια, είμαστε απαγάδι. ΑΡΓΓΑΝ Πώς! πανούργα . . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αν εξακολουθήσετε σεις να με μαλλώνετε, θ' αρχίσω κ' εγώ να κλαίω. ΑΡΓΓΑΝ Να μ' αφίσης, κακούργα . . . ΑΡΓΓΑΝ Σκύλλα, θέλεις . . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αααάχ!

Αυτή, με τις πρόωρες ιδέες που μούβαλε στο κεφάλι, τάραξε τη γαλήνη της παιδικής μου ψυχής και μέβαλε σε λογισμούς αταίριαστους στην ηλικία μου. Την εντύπωση ότι χλώμιανα κιότι έπασχα έκαμα και στο Βαγγελιό, όταν μια 'πό τις τελευταίες μέρες συναντηθήκαμε κάτω στα λιόφυτα. Βρεθήκαμε σε δρόμο ασύχναστο, που τον σκέπαζαν μεγάλες ελιές.