Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Μια θύρα 'κεί θεόρατη Υψόνονταν, μεγάλη, Που Αγγελούδια φύλαγαν Τα φύλλα της τα μαύρα. Μπαίνομε μέσα. Κτίρια Είδαμε τότε γαύρα, Που μέσα τους βασίλευε Κρύα σιγή μεγάλη. Αφίνομε τα κτίρια, Και πάλι προχωρούμε. Αγνώριστοι 'ς τους φύλακας, Άγνωστοι 'ς τους Αγγέλους. Σε δυο δρόμους 'φθάσαμε Αγνώριστ' επί τέλους· Άξαφνα μ' αναλήφθηκε Η μάνα. Τη στερούμαι.
Τι κι' άλλοι θάκουγαν θεοί τη μάχη μας στον κόσμο, κι' όσοι είναι ακόμα μες στης γης τα βάθια με τον Κρόνο. 225 Μα κέρδος είναι και των διο που έτσι η δουλιά δεν πήγε πιο κει, και που τα χέρια μου απόφυγε από σέβας· ειδέ, σ' το λέω πως άδρωτα δε θάχε ξεδιαλούδια.
Με την ελπίδα, λοιπόν πως έτσι θα το προλάβουν το κακό, σηκώνουνται στάρματα, επικεφαλής τους ο φιλόσοφος ο Ολύμπιος, κράζοντάς τους να πεθάνουνε διαφεντεύοντας τους αρχαίους βωμούς. Και σα μαζεύτηκαν όλοι πήγαν και κλείστηκαν ίσια ίσια μες στο ναό, κι από κει πότε ρίχνανε σαϊτιές, και πότε ξεχύμιζαν και ζυγώνανε με τους άλλους και τους χτυπούσαν.
Φανταστήτε τώρα αν είναι τόντις δυνατό μια γλώσσα να πάη πίσω. Έτσι δεν ξολοθρέβουνται οι γλώσσες. Κάποτες θαρρούμε που ο λαός λίγο λίγο θα φωτιστή από τα βιβλία μας και που με τα χρόνια θα συνηθίση και τη γλώσσα μας. Με φαίνεται όμως που για να τη συνηθίση, θάπρεπε τουλάχιστο να την καταλάβαινε — και δεν την καταλαβαίνει. Το πολύ πολύ αρπάζει μια λέξη από δω κι από κει.
Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.
Εκεί είταν ακόμα και το βιβλίο του μπαμπά για τα μεγάλα αδέρφια, το αντίτυπο που είχε δώσει της μαμάς κ' έπειτα το πήρε για δικό του ο Σβεν όταν τον παρακάλεσε να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. Αυτή είταν η κάμαρα του Σβεν και δω είτανε το άδυτο της Έλσας. Κάθε βράδι έμπαινε κει και κάθε πρωί καθότανε κει, πριν μιλήση με κανέναν άλλον.
Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.
Κάνε ώστε αυτός που προχωρεί κει κάτω να μη με αντιληφθή πριν από την στιγμή που θέλω!» Με το ξίφος στο χέρι, τον περίμενε. Αλλά κατά σύμπτωσι ο Γκοντοΐν πήρε έναν άλλο δρόμο και απεμακρύνθη. Ο Τριστάνος βγήκε από τη λόχμη απογοητευμένος, τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε. Αλλοίμονο! ο άθλιος ήτανε εκτός βολής φτασμένος.
— Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.
ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι τη μάλλωσες τόσο σκληρά; Το παιδί μου! Είναι πολύ αισταντικό, και φοβάμαι μην αρρωστήση μ' αυτά σου τα φερσίματα. ΦΙΝΤΗΣ Είναι πράματα, σε παρακαλώ αυτά που κάνει; Το πρωί πρωί που έφευγα, περνώντας από τον κήπο, την είδα ανεβασμένη στη μουριά. Έρχουμαι το μεσημέρι, κ' η αφεντιά της ακόμα δεν είχε ξεσκαρφαλώσει από κει πάνου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν