Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Από τη Μηκύνα στ' Άργος, από τ' Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πήγαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνημεία κι αγάλματα.
Τώρα έστεκε κει και δεν ήξερα αν εκείνη τη στιγμή οι στοχασμοί μας παλεύανε μεταξύ τους ή συναπαντιόνταν. Τότε έστρηψε το πρόσωπο κ' είδα πως τα μάτια της είτανε δακρυσμένα. Μου άπλωσε το χέρι της, το έπιασα και σταθήκαμε κει μαζί και κοιτάζαμε τη θάλασσα.
Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μου — μα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα — 770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.
Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατο — στο πείσμα όλων.
Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδια — παντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά.
Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι, κ’ εγώ για τ’ άλλα ημεροσκόπου πιστό μάτι θε να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.
Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου. και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360 πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη, 'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη, 'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη. η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365 κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.
Ένας ένας πέφτανε σαν τις μυίγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είνε χαμένοι, κι όπου φύγη φύγη πια τότες. Αφίνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσης από κει και να μη λιγοθυμήσης από τη βρώμα. Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε.
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΣΚΙΑΣ Άε από 'κεί, βρωμοφιλόσοφε! Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Άε από 'κεί σχολαστικέ! Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Άε από 'κεί, ψευτοδάσκαλε! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Πώς! καθάρματα! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κύριε φιλόσοφε! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Άτιμοι! αχρείοι! μωροί! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κύριε φιλόσοφε! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΣΚΙΑΣ Ζώον! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κύριοι! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Αναιδέστατοι!
Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζα — μουλάρια κι' αλόγα — κι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν