Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
— Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.
Βλέπον δε εαυτό περιτριγυρισμένον από τον λευκόν και αδιάβατον εκείνον τοίχον εγρύλλιζε κάμνον γνωστόν εις τον κύριόν του τον κίνδυνον. — Φθηνά την γλύτωσες, κατακαϋμένο, έλεγεν ο γέρων θωπεύων το παχουλόν χοιρίδιον και τους μύστακάς του συγχρόνως, εφ' ων επήγνυτο κρυσταλλουμένη η αναπνοή του. — Να ιδούμε όμως τι θα πάθης έπειτα, καϋμένο! Εξηκολούθει ο Μπάρμπα-Σταύρος.
Πώς ν' αφήσωμε τον καϋμένο τον παππού ολομόναχο και άρρωστο! Πριν ξημερώση, η Φωτεινή έκαμεν ένα δέμα τα ολίγα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, και, με την ευχήν του πατέρα και της μητέρας της εξεκίνησεν. — Ο Θεός να είνε μαζί σου 'ς το δρόμο σου, της είπαν. Έπρεπε να περιπατήση όλην την ημέραν η μικρά κόρη, διότι ο παππούς εκατοικούσε πολύ μακρυά.
Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι. Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους. — Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...
Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να φοβηθώ τι έχω; Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. — Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;
Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ. Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Πού θα με πας; Ομίλει· δεν θα προχωρήσω. ΠΝΕΥΜΑ Πρόσεχε. ΑΜΛΕΤΟΣ Θα προσέχω. ΠΝΕΥΜΑ Προσεγγίζ' η ώρα 'πού 'ς ταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω τον εαυτόν μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! καϋμένο Πνεύμα! ΠΝΕΥΜΑ Όχι, να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης ό,τι θα φανερώσω. ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.
Και όλα εκείνα τα μαλλιά, τα οποία τώρα ήσαν γύρω από την Φωτεινήν σαν μικρά βουνά υψηλότερα από το ανάστημά της, ημπόρεσεν η γρηά και τα εστοίβαξεν εις ένα μόνον σακκί. Όταν το έφερε να το δέση η ιδία επάνω εις το γαϊδουράκι, η Φωτεινή εφώναξεν· — Ω! μη, το καϋμένο, θα πάθη από το πολύ βάθος!
Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.
Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!
Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι. — Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν