Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου.

Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά! Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι.

Αυτοί κάθονται άλλοι κατάχαμα, άλλοι σε πέτρες ή σε χοντρόσκαμνα, συντροφιές συντροφιές, τριγύρω σε χαμηλούς ταβλάδες έτοιμοι να τιμήσουνε το πλουσιοπάροχο δείπνο.

Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Θα στηριχτής 'πάνω στην ασπίδα και στο βασιλίσκο και δεν θα ριχτής κατάχαμα από το δάγκωμά τους!.. ΛΟΥΠΟΣ. Πέθανεν ο παλαιστής!. . . χάσαμε το καμάρι του Σταδίου. . . Συμφορά τους! ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μου να θυμώση και χρέος ό,τι μώταξε έχει να μου το δώση. Στρατιώτες! Πίσω από το βράχο πάρτε τον βαράτε τον με τα κοντάρια στα πλευρά. Χτυπάτε τον αλύπητα, γερά! 1ος ΔΙΑΚΟΣ. Κράτει!

Μερικοί κατάχαμα διπλοπόδι στρωμένοι, που τάκοβαν στην πασέτα, κι άλλοι γύρω, που εκαμάρωναν με ζήλιαν ολοφάνερη τον τζόγο, όταν αγρήκησαν τα βαριά πατήματα όξω, έκρυψαν με βία τα τραπουλόχαρτα, κ' εσκόρπησαν φοβισμένοι, άλλος εδώ κι άλλος εκεί μες το δωμάτιο. Δυο τρεις έτρεξαν στην πόρτα κ' εκόλλησαν τα μάτια τους περίεργα στο σιδερόφραχτο φεγγίτη.

Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι.

Ούτω το βαρέλι έμεινε κλίνον προς τα πρόσω, ως ελέφας κύπτων από της όχθης να ποτισθή εις τον ποταμόν. Μετά μικρόν οι δύο μήνες, κατάχαμα επί του εδάφους καθήμενοι, μετά πολλού ζήλου προσεπάθουν διά μεγάλου ξυλίνου ποτηριού να μεταγγίσουν το περιεχόμενον του βαρελιού εις την κοιλίαν των. Έπινον ήσυχοι, σιωπηλοί, κύπτοντες μετά βαθείας προσοχής προ αυτών.

Και 'κεί προς τα μεσάνυχτα, δυο δράκοντες, δυο φίδια, μαύροι, κυματοκούνητοι, σταλμένοι από την Ήρα με προσταγή τρομαχτική τον Ηρακλή να φάνε, ωρμήσανε κ' εδιάβηκαν της θύρας το κατώφλι. Εσέρνονταν κατάχαμα κ' οι δυο μ' άγρια λύσσα κι ανάλαμπαν τα μάτια των και φλόγες εσκορπούσαν και μέσ' από το στόμα των πικρό φαρμάκι εφτύναν.

— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν