Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Κι' όσο κι' αν έσπρωχνε ο φονειάς το μυστικό το ξύλο Τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα. Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή κι' ο κόσμος τρομασμένος Φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια Πούσαν τριγύρω σωριαστά... Του ρουπακιού τα φύλλα Φωτοκαμμένα ρεύουνε... Κανένας δεν ξανοίγει Πούναι του Διάκου το κορμίαυτήν τη καταβόθρα.

Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα, που 'στά καλά καθούμενα μου 'κόλλησες σαν βδέλλα; Σιχαίνομαι τας αηδείς του βίου ποικιλίας, μη με θωρής ακίνητος και σέρνεις τα μαλλιά σου, μ' επαραχόρτασες και συ με τας διδασκαλίας και πάρε τα βρεμμένα σου και τράβα 'στή δουλειά σου. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φασουλή μου κακομοίρη, μαύρον τέκνον μαύρης γέννας, πώς δεν 'βρίσκεται κανένας όπως πρέπει να σε δείρη;

Αφού είχε γίνη το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγη. Τον έφεραν πια τρελλό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάση. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τακούση.

Ένα φιλί, να μου δώσης ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου. — Γρήρορα, γρήγορα, να μη μας διή κανένας. Καρλή μου σ’ αγαπώ. Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγη; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται; Μήπως είταν όνειρο, Καρλή; Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται.

Παρόμοιες σκηνές γινόντανε, καθώς όλοι ξέρουν, σε μιαν έκταση περισσότερη από τριακόσιες λεύγες χωρίς να ποραλείπη κανένας εκεί τις πέντε προσευχές κάθε μέρα, που διατάζει ο Μωάμεθ. Με πολύν κόπο κατώρθωσα να βγω απ' αυτό το πλήθος των ματωμένων πτωμάτων, που ήτανε σωρός, και σύρθηκα κάτου από μια πορτοκαλλιά στην όχθη ενός γειτονικού ρυακιού.

Εγώ να ήμουν θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατί δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι. Εκείνου του καιρού οι άνθρωποι, οι πρωτινοί, δεν ήξευραν, γλέπεις, κολύμπι, τους έπειανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας που πέσατε όξου.

Δεν είδα το μέγα Λογοθέτη· θα είναι κανένας κύριος με φράγκικα. Ο Μέγας Χαρτοφύλαξ όμως, ο μικροκαμωμένος, με τα μακριά τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά του και την ποντικίσια μύτη του και το μουστάκι και τη γυναικεία του φωνή, ψευδίζει, και μου λέγει πράγματα βυζαντινά στο δρόμο καθώς πηγαίναμε. ― «Αυτά τα σπίτια είναι το πολύ διακοσίων χρόνων.

Και κάθε τράγος είχε τις δικές του κ' επρόσεχε μήπως κανένας άλλος του τις καβαλικέψει κρυφά. Τα τέτοια πράγματα και τους γέρους ακόμη, αν τα βλέπανε, θα τους παρακινούσανε στην απόλαψη.

Βλέπεις τι καλή που είμαι, Δεν θαργήσωμε όμως, Νίκο; Ε; Έχω το λόγο σου. ΝΙΚΟΣΈννοια σου. Πάμε. Έλα αγάπη μου. ΜΙΣΤΡΑΣΤι όραμα ευτυχίας, αλήθεια! Πώς έχει καρδιά να διακόψη κανένας μια τέτοια ευτυχία! Αυτό συλλογίζομαι, μα το Θεό. ΦΛΕΡΗΣΟύτε το δικαίωμα, γιατρέ.

Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση. Από το θωρηκτό, φωνάζανε: — Να, να! αρχίζει να βουλιάζει. — Δε θα την προκάνουνε.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν