Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ποιος ήταν που πρώτον, δίχως ποτέ να έχη βγει στο άγριο κυνήγι κατάβραδα με το σουρούπωμα, διηγήθηκε στους κατάπληκτους κατοίκους των σπηλαίων το πώς έσυρε έξω από το πορφυρό σκοτάδι του ιάσπινου άντρου του το Μεγαθήριο ή σκότωσε το Μαμμούθ σε μια μονάχα μάχη ή επήρε τους χρυσωμένους χαυλιόδοντές του, δεν μπορούμε να το ξέρουμε και μήτε κανένας από τους νεώτερους ανθρωπολόγους μας μ' όλη την καυχησιάρα επιστήμη τους είχε ποτέ το θάρρος να μας το πη.

Τα κορμιά μας μοναχά είταν αλυσοδεμένα· η λεφτεριά ζούσε στην ψυχή μας, στη γλώσσα μας μέσα· μορφώνουνταν η γλώσσα μας ανεξάρτητα και χωρίς να μπορέση να τη σταματήση κανένας.

Οι παληοί μύθοι και θρύλοι και τα παληά όνειρα πήρανε μορφή και υπόσταση. Η ιστορία ξαναγράφηκε ολάκερη και δύσκολα θα βρισκόταν κανένας δραματικός, που να έννοιωθε και να μη παραδεχόταν πως το αντικείμενο της Τέχνης δεν είναι η καθαρή αλήθεια, μα η πολύπλοκη ομορφιά. Σε τούτο είχαν κάθε δίκηο. Η Τέχνη η ίδια είναι πράγματι μια μορφή υπερβολής.

Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν. — Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν!

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.

Και πράγματι, όταν κανείς θυμηθή την έξοχη φιλοσοφική πραγματεία του Sanchez επάνω σ' ολάκερη την υπόθεση, δεν μπορεί να μη λυπηθή γιατί κανένας ποτέ δεν σκέφθηκε να κάνη μιαν ευθηνή και περιληπτικήν έκδοση των έργων του μεγάλου σοφιστή λύτη των προβλημάτων της συνειδήσεως.

Και χώρια απ' αυτό, αγαπητέ μου Ερνέστε, όταν κανένας φθάση τα σαράντα ή γίνεται μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας ή του Athenaeun Club, είτε αναγνωρίζεται ως λαϊκός μυθιστοριογράφος, του οποίου τα βιβλία είναι σε μεγάλη ζήτηση στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του προαστείου, μπορεί κανείς να θέλη να διασκεδάση εκθέτοντάς τον, αλλά δεν μπορεί να έχη την ευχαρίστηση να τον διορθώση.

Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.

Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπηττες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν' ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης. ς’ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΗΝΗ «Καλέ ψυχές μου, τζάνουμου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούση.

Ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένη παρά όταν πήγαινε κι ο μπαμπάς εκεί κ' έμενε μαζί της. Εκεί κατοικούσε κι ο Σβεν και τι ομιλίες γινόντανε κει δεν το ξέρει κανένας. Κι όταν ακόμα διηγόταν η Έλσα κάτι από αυτές, εκείνο που έλεγε δεν είτανε τίποτε μπροστά στα λόγια, που άλλαζε κει μέσα με τον κόσμο του αγνώστου. — Δεν το πιστεύεις αυτό, μου είπε μια μέρα. Εγώ όμως το αιστάνουμαι.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν