United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντάζεται κανένας τα ζήτω των παληκαριών για χάρη της Κλανομάρως. 'Σ τα 1826, ύστερα από τους περίφημους πολέμους της Αράχωβας, του Διστόμου και τόσους άλλους, ο Καραϊσκάκης με το στρατό του είχε κινήση κ' έρχονταν βοήθεια της Αθήνας, που κιντύνευε από τον Κιουταχή. Έφτασετο μοναστήρι του Άγιου Σεραφείμ όπου είναι και το λείψανό του, τιμημένο πολύ λείψανο από τους Ρουμελιώτες.

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοίαόλα στυλάδοσκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του. — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως οδούς.

Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά. Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,, Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι λυπημένος. — Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,

Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά.

Πιθυμούσε να το εννοήσω βαθιά πως το μόνο χρέος μου είτανε να στέκω στο πλευρό της σα φίλος και να της κρατώ το χέρι μοιράζοντας πάντα μαζί της το συναίστημα του σκοταδιού, που θαρχότανε και που το ποθούσε κ' η ίδια. Αγαπούσε τόσο βαθιά ο ένας τον άλλο μας, ώστε δεν ήθελε κανένας μας να παραιτήση τόνειρο που είχε να δη το στοχασμό του άλλου σύμφωνο με το δικό του.

Αν επιστρέψω ζωντανός, θα σε παρηγορήσω. ΓΛΟΣΤ. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! Καλέ μου γέρε, φύγε! Δος μου το χέρι σου! Ο Ληρ κατεστραμμένος είναι! Κ' εκείνος και η κόρη του αιχμάλωτοι κ' οι δύο.! Ω! σήκω, δος το χέρι σου! ΓΛΟΣΤ. Όχι. Εδώ θα μείνω. Μήπως κ' εδώ δεν ημπορεί κανένας να σαπίση; ΕΔΓ. Ο νους σου πάλιν ς' το κακόν!

Είναι τόντις ναπορήση κανένας πώς έρχουνται και μας λένε τέτοια πράματα.

Τότε ο Λαλάς μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να με αντικόψουν από αυτήν την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου φθάνει τόσον διά να μη μου συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον εμπόδισα που να με αντικόψη πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με νέα δώρα διά να με αφήση να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα.

Ο Παλαμάς έδειξε στο «Άστυ » πως ο Ρωμιός είτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλήτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντίς μια. Ο σκοπός είναι, την καθεμιά να συλλογιστούμε, να ωφεληθούμε κι από τις δυο. Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελλάδα, να την κάμουμε βασίλειο Ρωμαίικο.