Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα.

Μιλήσετε πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν.

Αυτός για σήμερα φροντίζει να καλοζή. Αύριο φούρνος μην καπνίση. — Κι αν το καλλιεργή, μήπως θα το κάμη δικό του; — Σήμερα όχι· δεν μπορεί να το κάμη δικό του. Αύριο όμως ποιος ξέρει; Σήμερα το δουλεύει· αύριο σηκώνει έναν τράφο· μεθαύριο αν τούρθη βολικό το σμίγει με το χτήμα του. — Αυτό είνε δικό μας, κληρονομιά μας! με τι δικαίωμα θ' απλώση χέρι; — Καλά· άμα το πάρη σύρε να ρωτάς.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αγάπη μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι ώραν να σου στείλω το μήνυμά μου αύριον; ΡΩΜΑΙΟΣ Κοντά εις τας εννέα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ καλά· μου φαίνεται ως τότε δέκα χρόνια. Εξέχασα τι σ' ήθελα και σ' έκραξα οπίσω. ΡΩΜΑΙΟΣ Εδώ να μένω άφησε ως που ‘ς τον νουν να σ' έλθη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ εδώ να περιμένης, και θα θυμούμαι μοναχά πως θέλω να σε βλέπω.

Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

Μον έλα τρέχα γλήγορα και φώναξε τον Αία, κράξε το Δομενιά, κι' εγώ στου Νέστορα θα τρέξω και θαν του πω να σηκωθεί, μήπως να σύρει θέλει 55 όξω ως στο τάγμα των φρουρών και διαταγές να δώκει. Τι αφτόν θ' ακούσουν πιο καλά· τι ο γιος του των φρουρώνε είναι αρχηγός κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης· τι αφτούς πιο πρώτα τάξαμε στις πόρτες να φυλάξουν

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλιαδυο να μ' εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, εχαμογέλασε·Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα. Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα.

Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος; — Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου... Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη.

Απάντα μου λοιπόν. — Ερώτα με και θα σου απαντώ. — Είσαι αρά γε, Σωκράτη, επιστήμων πράγματός τινος, ή δεν είσαι; — Ε, είμαι. — Και με εκείνο το πράγμα που σε κάμνει να είσαι επιστήμων, με αυτό το ίδιον γνωρίζεις ό,τι γνωρίζεις, ή με τίποτε άλλο; — Με εκείνο που με κάμνει να είμαι επιστήμων διότι υποθέτω ότι εννοείς την ψυχήν· ή δεν θέλεις να πης αυτό; — Δεν εντρέπεσαι, Σωκράτη, να ερωτάς ενώ σε ερωτούν; — Πολύ καλά· μα τι θέλεις να κάμω; είμαι έτοιμος, όπως με προστάξεις· όταν με ρωτάς κάτι τι, που δεν καταλαβαίνω, απαιτείς μολαταύτα να αποκρίνωμαι, χωρίς να σου ζητώ επεξηγήσεις· αι; — Φαντάζεσαι όμως βέβαια πως πάντα κάτι θέλει να πη εκείνο που σε ερωτώ. — Μάλιστα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν