Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
— Κατέω κ' εγώ; ... Θα τονε δέση, λέει. — Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανώλης. — Κ' η Ζερβούδαινα μευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι' αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τακούει και σε όλα είνε μέσα η Αλογόμυγια! — Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.
— Κατά την αλήθεια που λες να βρης και σωτηρία. Ντα δεν το θωρώ, μωρή, πως εσύ τώφερες στο θάνατο το παιδί μου; Εσύ μούρριξες στο σπίτι μου φωτιά και το μεγάλο κακό που μούκαμες ο Θεός να σου το δώση. Σαυτόν τον κόσμο το βρήκες· να το βρης και στον άλλον κόσμο. Ο Θεός να σου δώση όλο το μεγάλο κακό κιάδικο που μούκαμες. Τα μάτια της άρρωστης ήσαν γεμάτα δάκρυα.
Πάρ' τηνε και θα ιδής. Η κυρία Μαχαλά δεν πείστηκε τόσο στα λόγια της γριάς όσο στην ανάγκη. Ήταν μικρομάννα, κρατούσε και σπίτι ανοιχτό. Δεν είν' εύκολο να κάνη όσα λέει κανείς απάνου στο θυμό του. Την κράτησε χωρίς όμως και να ησυχάση. Τι άνεμο! Ένα δουλικό που κάνει τέτοιες συμφωνίες, θα ειπή πως είνε για τα πανηγύρια. Ποιος ξέρει τι ξαδερφολόι και κακό θα μπαινοβγαίνη στο σπίτι της!
Άρχισε το κακό από τους καιρούς του Σύλλα, που και κολώνες από τον Ολύμπιο Δία είχε μεταφερμένες στο Καπιτώλι. Ήρθαν κατόπι τα ξεχωσίματα των Κορινθιακών τάφων, τότες που γέμισε η Ρώμη νεκραναστημένα στολίδια. Ήρθε η έξοχη εκείνη ιδέα του Νέρωνα, που πήρε τα λαμπρότερα μας αγάλματα και πρόσταξε να ταποκεφαλίσουν και να τους κολλήσουν κεφάλι σαν το δικό του!
Και παρ’ όλη την έκπληξη της Νοιέμι, που παρακολουθούσε με την κόγχη του ματιού όλες τις κινήσεις του, εκείνος δεν ξαναέβαλε το κρεμαστάρι στη θέση του και κίνησε να φύγει. «Έφις; Φεύγεις;» Σταμάτησε με χαμηλωμένο το κεφάλι. «Δεν θα περιμένεις την Έστερ; Θα γυρίσεις για το Πάσχα;» Ένευσε πως όχι. «Έφις, σ’ έχω προσβάλει μήπως; Σου είπα κάτι κακό;» «Κανένα κακό, κυρά μου.
Ίσως επειδή όσα τούγραφαν ως προ μερικά χρόνια δεν κατεβαίνανε στην ψυχή του, δεν περνούσανε μέσα στο αίμα του, δεν τον έθρεφαν, κ' έτσι έμεινε σα ραχιτικός. Ίσως είνε κι άλλοι λόγοι, που τους ταιριάζει ξέχωρη μελέτη. Η αλήθεια είνε πως το κακό υπάρχει. Τι να ελπίζη τώρα ο δύστυχος ο συγραφέας και τι να περιμένη από τέτοια κατάσταση! Κι αυτό που κάμνει ηρωισμός είνε.
Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155 'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω• όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα, και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι• αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230 ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω. όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.
Η δε γραία μήτηρ της, η γρηά το Μορφάκι, μικροκαμωμένη και μικροπανδρευμένη, χήρα πλέον, ήτο «να σκάση από το κακό της». — Ακούς τώρα να βρεθή κι' αυτή να μοιρολογάη! Κακό καιρό να έχη! — Όχι, μητέρα μου! έλεγε συμπαθούσα πάλιν η κόρη. Μήπως το ήθελε και αυτή! — Έτσι αι! Να μη μ' αφήση να γιορτάσω του παιδού μου τη γιορτή; Και έφερνε γύρω εις την αίθουσαν χωρίς να κάμνη τίποτε.
— Τώρα πάγει πια! είπεν ο Κιαμήλ ακίνητος, μετά φωνής ανεξηγήτως παραδόξου. — Τώρα ετελείωσε το κακό. Θα ησυχάση κ' εκείνη, θα ησυχάσω κ' εγώ! — Εύγε, Κιαμήλη! είπον εγώ, ενθαρρύνων αυτόν να με ακολουθήση εις το δωμάτιόν μου. Εγώ το ξεύρω πως είσαι γνωστικό παιδί. Το ξεύρω πως αυτό θα είναι πλέον η τελευταία φορά. — Ναι, είπεν ο Κιαμήλ μετά πεποιθήσεως. — Η τελευταία!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν