Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Σιγά-σιγά θα γεννιέται μέσα του μια τέτοια διάθεση που θα τον οδηγή απλά και φυσικά να διαλέγη το καλό παρά το κακό και απορρίπτοντας το χυδαίο και το αταίριαστο ν' ακολουθή με το λεπτό γούστο του ενστίκτου ό,τι είναι χαριτωμένο και γοητευτικό και αξιέραστο.
ΚΡΩΒ. Αρκεί να συναναστρέφεσαι τους νέους, να διασκεδάζης και να κοιμάσαι μαζή τους. ΚΟΡ. Όπως η θυγατέρα της Δαφνίδος η Λύρα; ΚΡΩΒ. Ναι. ΚΟΡ. Αλλ' αυτή είνε εταίρα. ΚΡΩΒ. Αι! και τι; Αυτό δεν είνε κακό. Και συ θα πλουτήσης σαν κι' αυτήν και θα έχης πολλούς εραστάς.
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν 'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
Τους άφησα μαζωμένου, στην αυλή του εργοστάσιου να παρηγορούνε τις γυναίκες τω σκοτωμένωνε, που τρέξανε στο φοβερό μήνημα και δέρνουνται και ξεμαλλιάζουνται απάνου στις καμένες σάρκες, που βγάλανε οι άλλοι εργάτες από τις χαλασμένες μηχανές. Γίνεται κ. Φιντή ένα κακό, ένα κακό . . .Εγώ προσπάθησα να τους ησυχάσω μα δεν το κατώρθωσα. Έτρεξα να σας τα προφτάσω αυτά, για να τα ξέρετε πριν πάτε κει.
Τ' είν' το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλη 'Σ τα Ρόγκα 'ς τα Ποληόρογκα 'ς το αμπέλια 'ς τα αμπελάκια; Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν; Κι' ουδέ βουβάλια σφάζονται κι' ουδέ θηριά μαλώνουν. Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ' η Βαλαώρα.
Το μάτι τους δε συνήθισε ακόμα· ταφτί τους εννοείται συνήθισε χρόνια και χρόνια, αφού γλώσσα τους είναι. Μα εγώ θαρρώ πως και να με διαβάζανε, πάλε δε θα γινότανε τόσο κακό, γιατί στη μελέτη μου τη μικρούτσικη αφτή, προσπάθησα να κάμω κάτι που μου φάνηκε κάπως περίεργο.
Να, τα κουρέλια μας είναι κολλημένα στης πληγές μας που βγάνουν κακό ιδρώτα.
— Πώς; σας είνε ολίγα; — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο.
Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπα 'ς το χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη. — Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.
Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν