United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη. Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας, λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα· και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη· αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο δεν πληγόνει, Νύμφη καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει, τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.

Και για τον καιρό που ζούσε, — είταν ο καιρός του Humboldt, του I. Grimm και του Bopp! — καλός γλωσσολόγος δεν είταν . Αν όμως και δεν ήξερε μέθοδο κ' επιστήμη, αν κ' οι ετυμολογίες του μας κάμνουν πού και πού να χαμογελούμε, ο νους του συχνά έβλεπε την αλήθεια, και χωρίς ίσως ο ίδιος να το διή καλά καλά, έβρισκε το σωστό.

ΓΟΡΓΩ Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη; Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της. Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι. Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη. Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης.

Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• «Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, αν, αφούτην καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνητην καλύβα».

Καιρός δεν είναι για τέτοια εξήγηση. Μέσα στην Καταμεσινή την Ασία όποια ιστορία κι αν αρχίσω, μοσκοκάρυδα θα μυρίζη. Ας καθίσουμε κάλλιο σ' αυτή την πεζούλα, κι ας ακούσουμε το τι λέγει ο ασπρογένης εκείνος με το παχύ το σαρίκι, που κάτι περίεργο δηγάται στους πλαγινούς του. Αξίζει να τον ακούσουμε. Είναι ο Χουσεήν Αγάς, ο τρόμος αυτών των μερών μια φορά.

Κι' ο θάνατος να ‘ρθή αν δεν προφθάση, απ' της κυράς μας τη μεγάλη βιάσι, κι' αν ίσως ο καιρός γι' αυτό δεν φθάνει το τόλμημα, που είχαμε τόση λεπίδα, θηλειά σχοινιού τριγύρω στο λαιμό του, ή και σπαθιού ακονιστή ελπίδα, τους πόνους της θα διώξη μ' άλλον πόνο, κ' έτσι θ' άλλάξη ο βίος της και μόνο.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!

Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως ειδός τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, α λ ε ξ ι κ ε ρ ά τ ο υ. Το μόνον το οποίον εξηκολούθει να με στενοχωρή ήτο, ότι ολίγος της επερίσσευε και δι' εμέ καιρός.