Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμόποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωήνάνε ο καιρόςνάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;

Αυτή εσηκώθη, και εγώ συνήλθα και εταράχθηκα· έμεινα καθήμενος, και εκρατούσα το χέρι της. — Ας πάμε, είπε· είναι καιρός. — Ήθελε να αποσύρη το χέρι της, και εγώ το εκρατούσα δυνατώτερα. Θα ιδωθώμεν πάλιν, ανεφώνησα, θα ανταμωθώμεν πάλιν, και σε οποιαδήποτε μορφή θα αναγνωρισθώμεν. Πηγαίνω, εξηκολούθησα, πηγαίνω εκουσίως και όμως, όταν έπρεπε να είπω «διά παντός», δεν θα αντείχα. Χαίρε, Καρολίνα!

Υπήρξε καιρός καθ' ον τοιαύτη ήτο η υπόληψις ην έχαιρεν εν Ηπείρω ο γνωστός ούτος επί συνέσει γραμματεύς του Αλή πασά, ώστε παροιμιώδης κατήντησεν η αλήθεια των λόγων του. » Τούπε ο Κυρ Μάνθος » εταυτίζετο προς το αυτός έφα . Ο Μάνθος καθ' ην στιγμήν απεκλείσθη ο Αλής συνελήφθη υπό των Σουλτανικών και εκαρατομήθη εν Μετζόβω. Και τ' άλλα απ' άκρηάκρη.

Όταν λοιπόν ήλθεν ο καιρός των μεγάλων Ολυμπιακών αγώνων, ο Ηρόδοτος έκρινεν ότι παρουσιάζεται η ευκαιρία την οποίαν επεθύμει. Όταν δε η πανήγυρις ευρίσκετο εις την ακμήν της και είχον συνέλθη πανταχόθεν οι άριστοι των Ελλήνων, ενεφανίσθη εις τον οπισθόδομον, όχι ως θεατής, αλλ' ως αγωνιστής.

Και ο καιρός έδειχνε από το μεσημέρι, πως ήτανε σκανδαλισμένος. Είδα εγώ τα θεμέλια· ήταν βουρκωμένα γύρω-γύρω. Και η καμπανίτσα εσήμαινε! — Νταν! Νταν! Νταν!

Να σας πω την αλήθεια, είναι καιρός τώρα που προσμένω να μας βγη κανένας ποιητής, που να μελετήση κατάκαρδα τα μεσαιωνικά μας αφτά ποιήματα· νομίζω μάλιστα πως μπορούμε, και κάποτες έχουμε χρέος, όταν το φέρη η σειρά του λόγου, να παίρνουμε καμιά λέξη αρχαία, εννοώ της κλασσικής εποχής, να την κεντήσουμε πουθενά με τις άλλες, φτάνει να είναι κι ο τύπος της δημοτικός σαν τους άλλους.

Τόρα δε είναι καιρός να φεύγω, συ δε περί τούτων, περί των οποίων συ ο ίδιος έχεις πεισθή, πείθε και τον φίλον σου αυτόν τον Άνυτον διά να είναι ησυχώτερος, διότι αν τον πείσης, θα ωφελήσης και τους Αθηναίους.

Μα είναι καιρός τέλος πάντων, ω ωραία Βασιλοπούλα, να σου φανερώσω ποίος είμαι· μη με στοχάζεσαι πλέον διά Δερβύσην και προεστόν του Καισάγια, στοχάσου με διά μυστικόν του βασιλόπουλου της Περσίας και διά Σιρμώγ, που είναι το καθολικόν μου όνομα.

Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο, Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση, Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει, Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας, Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι, Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης! Πέρασε κάμποσος καιρός.

Σιγάσιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηάΔροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν